Καθώς βρισκόμαστε εν μέσω μιας εποχής αλλεπάλληλων ρήξεων, με την αβεβαιότητα να αποτελεί τον κοινό παρονομαστή σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι απολύτως λογικό οι Δυτικές δυνάμεις να επιδιώκουν την απάλειψη κάθε νέου και δυνάμει συγκρουσιακού μετώπου. Μετά τους σεισμούς στην Τουρκία και καθώς και στις δύο πλευρές του Αιγαίου πλησιάζει η διεξαγωγή εθνικών εκλογών, οι παρεμβάσεις που δείχνουν σε Αθήνα και Αγκυρα το τραπέζι του διαλόγου πληθαίνουν – σχεδόν γεωμετρικά.
Ακόμα κι αν δεχτεί κανείς ότι η συνοχή της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί νατοϊκό προαπαιτούμενο για τη συνέχεια των πραγμάτων και ταυτοχρόνως παραβλέψει ότι η επί της ουσίας ισχνή ελληνοτουρκική σύγκλιση οφείλεται κατά βάση σε ένα τυχαίο γεγονός, προκύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Ολοι όσοι παρεμβαίνουν, εντός αλλά κυρίως εκτός Ελλάδας, πιέζοντας προς επίτευξη των πολυπόθητων διευθετήσεων, πιστεύουν πράγματι ότι κατά τη διάρκεια της τρέχουσας συγκυρίας, αλλά και όσον αφορά το εγγύς μέλλον, υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την έναρξη ενός εποικοδομητικού και εν τέλει αποτελεσματικού διαλόγου Αθήνας-Αγκυρας;
Δεν είναι μυστικό ότι Ουάσινγκτον και Βερολίνο, με ανοικτό τον μεταξύ τους δίαυλο, πρωταγωνιστούν τους τελευταίους μήνες σε μια προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επιχειρώντας προσφάτως να κεφαλαιοποίησουν τα ήρεμα νερά που έφερε στο Αιγαίο η τραγωδία της 6ης Φεβρουαρίου.
Πριν από το χτύπημα του Εγκέλαδου, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν παρενέβη τουλάχιστον τρεις φορές στους Τούρκους για να χαμηλώσουν τους σχεδόν πολεμικούς τόνους. Αργότερα πληροφορηθήκαμε μέσω Αγκυρας ότι η επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του έλληνα Πρωθυπουργού συναντήθηκε με τον εξ απορρήτων του Ταγίπ Ερντογάν παρουσία του Γενς Πλέτνερ, πρώην πρεσβευτή της Γερμανίας στην Ελλάδα και νυν Συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής του καγκελαρίου Σολτς.
Στο τέλος του περασμένου μήνα, από το εύφορο σε τέτοιους είδους παρεμβάσεις έδαφος των Δελφών, ο κ. Πλέτνερ ουσιαστικά επιβεβαίωσε ότι το Βερολίνο συνεχίζει να κινεί τα νήματα της σύγκλισης, μην ξεχνώντας φυσικά να υπενθυμίσει ότι, για τους Γερμανούς, η μοναδική κόκκινη γραμμή είναι η αμφισβήτηση της εδαφικής κυριαρχίας ενός νατοϊκού έναντι ενός άλλου νατοϊκού συμμάχου. Ολα τα υπόλοιπα, δηλαδή η πλήρης αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και η ευρεία ατζέντα των έτερων τουρκικών αιτιάσεων, δεν έχουν παρά μικρή σημασία.
Από το ίδιο φόρουμ, ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ελλάδα, Τζορτζ Τσούνης, υποστήριξε ότι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κανείς δεν κατέχει το «μονοπώλιο του σωστού και του λάθους», δείχνοντας και αυτός με ενάργεια το τραπέζι του διαλόγου – προφανώς εφ’ όλης της ύλης, αφού δεν υπάρχει «λάθος και σωστό». Σε παράλληλο επίπεδο και καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων μηνών φαίνεται ότι και η Αθήνα ποντάρει, ενδεχομένως περισσότερα από όσα θα έπρεπε, στην προσωρινή αποκλιμάκωση των εντάσεων – που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι καλλιεργούνται με αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας.
Στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών διακρίνουν «ευκαιρία» για την επίλυση της μοναδικής διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα με την Αγκυρα, δηλαδή τη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών τους, με τον Νίκο Δένδια, μάλιστα, να έχει σχεδιάσει –ως κληροδότημα στον επόμενο υπουργό Εξωτερικών– ένα άλλο πλαίσιο διαλόγου. Ολων, δε, οι εκτιμήσεις συνηγορούν ότι οι σχεδόν παράλληλες εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία συμβάλλουν στο άνοιγμα αυτού του περιβόητου «παραθύρου».
Με μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, όλα τα παραπάνω αποκτούν τον χαρακτήρα ευχολογίου. Ας αφήσουμε τις πάγιες διεκδικήσεις προς το παρόν στην άκρη. Ειλικρινά, υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν ότι, μετά τις εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία, θα προκύψουν στιβαρά κυβερνητικά σχήματα, ευρέως νομιμοποιημένα, με απεριόριστο πολιτικό κεφάλαιο και, κυρίως, με κορυφαία προτεραιότητα τη συμφωνία με τον γείτονα; Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οσον αφορά την Ελλάδα, θα μιλάμε είτε για μια οριακά αυτοδύναμη, είτε για μια συνεργατική κυβέρνηση, με ανοικτό μάλιστα έναν νέο εκλογικό ορίζοντα επ’ ευκαιρία, για παράδειγμα, των ευρωεκλογών. Θα θελήσει ο οποιοσδήποτε Πρωθυπουργός, υπό αυτές τις συνθήκες, να συνομιλήσει επί της ουσίας με τους Τούρκους; Πολλώ δε μάλλον όταν είναι βέβαιο ότι για να υπάρξει συμφωνία περί θαλασσίων ζωνών θα πρέπει να καταγραφεί και κάποιου είδους υποχώρηση, την οποία ούτως ή άλλως δύσκολα θα ανεχτεί ο ελληνικός λαός; Εκτός αν πιστεύουμε ότι ξαφνικά οι Τούρκοι θα βάλουν στην άκρη τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών» και το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο και θα αποδεχτούν ότι το Καστελλόριζο έχει πλήρη επήρεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην Τουρκία θα είναι σαφώς δυσκολότερα τα πράγματα. Επανεκλογή Ερντογάν θα σημάνει την οριστική επαναφορά στην προ-σεισμική αναθεωρητική ατζέντα – και αυτό ανεξαρτήτως των όποιων πιέσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα δείγματα γραφής είναι ήδη παρόντα εν μέσω της προεκλογικής περιόδου. Αλλωστε, όπως έχει επισημανθεί ξανά από αυτές τις γραμμές, τα Ελληνοτουρκικά είναι απλώς ένα από τα πολλά κεφάλαια που απασχολούν και διαχωρίζουν τις δύο πλευρές. Αν επιλυθούν τα σημαντικά, όπως η εγγύτητα των σχέσεων Αγκυρας-Μόσχας, τότε το Αιγαίο θα καταστεί ξανά για τους Αμερικανούς μια υποσημείωση.
Αν, όμως, εκλεγεί ο Κιλιτσντάρογλου, τότε η Τουρκία θα βρεθεί ένα βήμα πριν ανοίξει ο ασκός του Αιόλου. Μπροστά στα κεφαλαιώδη εσωτερικά ζητήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο νέος πρόεδρος, τουλάχιστον σε βάθος ενός έτους, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μοιάζουν με παιχνιδάκι. Μόνο αν χρειαστεί συγκολλητική ουσία για να διατηρηθεί στην εξουσία ο ετερόκλητος συνασπισμός της νυν αντιπολίτευσης θα δούμε την ένταση να ανεβαίνει. Και τότε δεν θα είναι για καλό. Αλλωστε, ο κεμαλιστής υποψήφιος φρόντισε να υπενθυμίσει ότι η παράταξή του αμφισβητεί επίσης τη Συνθήκη της Λωζάννης και την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου.
Σε όλα τα παραπάνω αποτυπώνεται η πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η οποία δεν πρόκειται να ανατραπεί εν μία νυκτί. Είναι απολύτως λογικό όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές να αναζητούν τρόπους αποφυγής μιας πολεμικής σύγκρουσης και, κυρίως, να αγοράζουν χρόνο προς παράταση της νηνεμίας. Αυτό, όμως, είναι τελείως διαφορετικό από την προσπάθεια επιβολής ενός άνευ όρων διαλόγου, ο οποίος εν πολλοίς θα είναι κενός περιεχομένου και θα οδηγήσει σε ένα αέναο και κυρίως επικίνδυνο παιχνίδι επίρριψης ευθυνών για το προδιαγεγραμμένο «ναυάγιο». Δυστυχώς, η προσγείωση θα είναι ανώμαλη.