Η αλήθεια είναι ότι η συνάντηση στις Βρυξέλλες της επικεφαλής του διπλωματικού γραφείου του έλληνα Πρωθυπουργού Αννας-Μαρίας Μπούρα με τον Ιμπραήμ Καλίν, στενότερο συνεργάτη του τούρκου προέδρου, παρόντος του διπλωματικού συμβούλου της γερμανικής καγκελαρίας, έμοιαζε ανακόλουθη σε σχέση με το πολεμικό σκηνικό που μεθοδικά στήνει η Αγκυρα. Οπως όμως φαίνεται, η δυτική συμμαχία σπεύδει να προλάβει το ξέσπασμα της «τέλειας καταιγίδας» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, οι συνθήκες της οποίας έχουν διαμορφωθεί βήμα βήμα τα τελευταία δύο χρόνια.
Ουάσινγκτον και Βερολίνο μπορεί να εκκίνησαν από εντελώς διαφορετικά σημεία στο ρωσο-ουκρανικό ζήτημα, με σχέσεις άκρως ανταγωνιστικές, αυτή τη στιγμή όμως πρωταγωνιστούν στη διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης που ξέσπασε μετά την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία. Και καθώς βρισκόμαστε σε μια μακρά μεν, τελική δε ευθεία στο πολεμικό μέτωπο, με τις εκτιμήσεις να υποδεικνύουν ότι οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες έως την άνοιξη του 2023, Αμερικανοί και Γερμανοί λαμβάνουν πρωτοβουλίες για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Οι ισχυροί του ΝΑΤΟ θέλουν να εξασφαλίσουν ότι όλα τα μέλη του Βορειοατλαντικού Συμφώνου βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση και δρουν με κοινούς στόχους. Εντός αυτού του πλαισίου, κανείς δεν θέλει να φανταστεί τι θα σηματοδοτούσε μια ελληνοτουρκική κρίση.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πρωτοβουλία διαμεσολάβησης της Γερμανίας σχεδιάστηκε από κοινού με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Αμερικανοί, άλλωστε, έχουν παρέμβει τουλάχιστον τρεις φορές τους τελευταίους μήνες στην Αγκυρα, διά του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν, ο οποίος έχει συνομιλήσει με τον Καλίν, καλώντας την Τουρκία να εγκαταλείψει τη ρητορική των προκλήσεων κατά της ελληνικής κυριαρχίας.
Αυτό που πλέον ανησυχεί περισσότερο από καθετί άλλο την Ουάσινγκτον και το Βερολίνο είναι ότι, μέσα στην άνοιξη του 2023, Ελλάδα και Τουρκία οδηγούνται σε εκλογές, υπό αρκετά ιδιόρρυθμες συνθήκες, σε αμφότερες πλευρές του Αιγαίου. Οσον αφορά τη χώρα μας, προβληματίζει το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα θα απαιτηθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις για να αναδειχθεί κυβέρνηση, κάτι που σημαίνει ότι από τη διάλυση της παρούσας Βουλής έως και τη συγκρότηση της επόμενης, θα μεσολαβήσουν τουλάχιστον 70 ημέρες.
Παρότι, όπως λέγεται, θα υπάρξει συνέχεια στα κομβικά υπουργεία και στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, αφενός το σκηνικό θυμίζει τον χειμώνα του 1996, αφετέρου είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι δεν διστάζουν να εκμεταλλεύονται τα κενά εξουσίας. Οσον αφορά τη γείτονα, τα πράγματα είναι εμφανώς ασταθέστερα, καθώς αφενός μετά τις τελευταίες εξελίξεις πέριξ του Ιμάμογλου σοβεί πολιτική και κοινωνική κρίση, αφετέρου κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πως θα διαμορφωθεί η ημέρα μετά τις κάλπες.
Μια οριακή ή ακόμα και αμφισβητούμενη νίκη του Ερντογάν θα πολώσει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα στο εσωτερικό, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει την τουρκική ηγεσία στην αναζήτηση βαλβίδας εθνικιστικής εκτόνωσης προς δυσμάς. Εάν, δε, αναδειχθεί ισχυρότερος ο νυν πρόεδρος, τότε θα είναι σαν να δίνουν οι Τούρκοι ψήφο εμπιστοσύνης στον αναθεωρητισμό του «σουλτάνου».
Αντιστοίχως, μια νίκη της αντιπολίτευσης των έξι, η οποία ταλανίζεται από δομικές αντιθέσεις και ακόμα δεν έχει καταλήξει στο ποιος είναι αυτός που θα αντιπαρατεθεί με τον νυν πρόεδρο, ίσως μελλοντικά να οδηγήσει σε ακόμα βαθύτερες τομές εντός της χώρας.
Οσο, δε, για τη συνεκτική ουσία του ετερόκλητου συνασπισμού, ο οποίος ξεκινά από τους κεμαλιστές, περνά από παλαιούς ισλαμιστές και φτάνει έως την Ακροδεξιά, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τον εθνικισμό. Τέλος, στο τραπέζι παραμένει και το πλέον απευκταίο σενάριο: αν ο Ερντογάν διαπιστώσει ότι έρχεται η ώρα της ήττας, να στήσει θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα ώστε να αναβληθούν οι εκλογές.
Ηνωμένες Πολιτείες και Γερμανία γνωρίζουν, επίσης, ότι αυτή τη στιγμή η Τουρκία βρίσκεται σε δυσχερή θέση, σχεδόν σε όλα τα μέτωπα που έχει ανοίξει στο εξωτερικό. Η χερσαία επίθεση στη βόρεια Συρία δεν προχωρά κι έτσι καθυστερεί η υλοποίηση της πολυπόθητης επέκτασης των συνόρων πέραν των ορίων της Λωζάννης. Η ελληνο-αιγυπτιακή σύμπλευση στην Ανατολική Μεσόγειο εξάλλου λειτουργεί ως το ισχυρότερο ανάχωμα κατά της υλοποίησης της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο έχει καταδικαστεί από όλους τους ισχυρούς παίκτες, ενώ η κήρυξη των θαλασσίων συνόρων της Αιγύπτου με τη Λιβύη όχι απλώς καταρρίπτει τις παράνομες θεωρήσεις Αγκυρας- Τρίπολης, αλλά είναι και ένα σαφές μήνυμα προς το φιλοτουρκικό καθεστώς Ντιμπέιμπα ότι η πλήρης ταύτιση με τον Ερντογάν μπορεί, τελικά, να βλάπτει τα συμφέροντα του λιβυκού λαού.
Εξ άλλου, η επίθεση φιλίας των Τούρκων τόσο προς το Ισραήλ, όσο και προς την Αίγυπτο, είναι κάτι παραπάνω από βαλτωμένη. Με λίγα λόγια, ολόκληρος ο σχεδιασμός της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται να τρίζει επικίνδυνα, γεγονός που κάνει Αμερικανούς και Γερμανούς να ανησυχούν για πιθανές, ακόμα πιο σπασμωδικές, ενέργειες της τουρκικής ηγεσίας.
Αλλά και οι ίδιες οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις, που εξαιτίας της αμφίσημης στάσης της Αγκυρα στο ρωσο-ουκρανικό διάγουν ημέρες δύσκολες, είναι ένας παράγοντας που τρομάζει τη Δύση. Στον Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα ένιωθαν πιο ήρεμοι, αν ήταν βέβαιοι ότι σε περίπτωση ραγδαίας ελληνοτουρκικής κλιμάκωσης επί του πεδίου, ο αμερικανικός δίαυλος επικοινωνίας με τον Ερντογάν θα λειτουργούσε πάραυτα, αποσοβώντας έστω και παραπέντε τη σύγκρουση.
Η ανησυχία της Ουάσινγκτον μεγεθύνεται καθώς ξέρει ότι η Ελλάδα του 2023 δεν θα αντιδράσει όπως αυτή του 1996. Οι ισορροπίες πυρός είναι πλέον διαφορετικές – όπως διαφορετική είναι και η προσέγγιση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Η Αθήνα δεν πρόκειται να εγκλωβιστεί απλώς και μόνο σε μια τοπική πολεμική αντιπαράθεση. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι Τούρκοι έκαναν καθετί που περνούσε από το χέρι τους για να φτάσουν τα πράγματα εδώ όπου βρισκόμαστε σήμερα. Το γεγονός αυτό, μαζί με τις περιφερειακές εξελίξεις, τις συγκυρίες, ακόμα και άλλα τυχαία και ανεξέλεγκτα περιστατικά, καλλιέργησαν την ατμόσφαιρα της «τέλειας καταιγίδας», που τώρα προσπαθεί η Δύση να αποτρέψει.
Κανείς δεν αμφιβάλλει για το πόσο αναγκαία είναι η Τουρκία για τη Συμμαχία. Αλλά καλό θα ήταν να είχαν τραβηχτεί πολύ νωρίτερα τα γκέμια του τουρκικού αναθεωρητισμού. Και με περισσότερη αποφασιστικότητα.