Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν έκαναν στη Νέα Υόρκη ακόμα ένα βήμα στο πεδίο των συμβόλων. Η δεύτερη συνάντησή τους μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είναι από μόνη της μια είδηση με διεθνείς διαστάσεις. Ελλάδα και Τουρκία μεταδίδουν συστηματικά τους τελευταίους μήνες την εικόνα δύο δυνάμεων, που παρότι τις χωρίζει βαθύ χάσμα- σε διπλωματικό, ιστορικό και πολιτισμικό επίπεδο- αναζητούν σημεία συγκλίσεων. Ας είναι και συγκλίσεις ήσσονος σημασίας.
Ορισμένα προβλήματα δεν λύνονται. Η φράση αυτή ακούγεται πολύ συχνά, όχι μόνο στους διαδρόμους της γραφειοκρατίας του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και μεταξύ όσων –πανεπιστημιακών, πολιτικών, δημοσιογράφων– ασχολούνται επί δεκαετίες με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και δεν έχουν πολύ άδικο. Πόσο εύκολο είναι για μια ελληνική κυβέρνηση να καταλήξει σε συμφωνία, είτε διμερώς είτε δια του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την Αγκυρα;
Για να υπάρξει «λύση», πρέπει πρώτα να απαντήσουμε από κοινού στην ερώτηση «ποιο είναι το πρόβλημα». Ακόμα κι αν η Τουρκία ως δια μαγείας αποσύρει από τους φακέλους των διαπραγματευτών της το casus belli, τις «γκρίζες ζώνες», το τουρκολιβυκό μνημόνιο, την αποστρατιωτικοποίηση του Αιγαίου, την «τουρκική» μειονότητα της Θράκης, αλλά και τα περί δύο κρατών στην Κύπρο παρουσία 40.000 ανδρών κατοχής, πάλι πέφτουμε σε αδιέξοδο. Κι αυτό διότι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) προσλαμβάνεται από τις δύο πλευρές με παντελώς διαφορετικό τρόπο. Αποκλειστικά νομικό το θέμα για την Αθήνα. Αμιγώς πολιτικό, με ιστορικές ρίζες, το ζήτημα ισχυρίζεται η Αγκυρα.
Αποδέχονται οι Τούρκοι ότι τα ελληνικά νησιά διαθέτουν- έστω μερική- επήρεια και δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες; Ποιο είναι το νομικό εργαλείο που θα χρησιμοποιήσουν οι δύο πρωτεύουσες για να καταλήξουν σε διευθετήσεις; Το Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο η Άγκυρα δεν έχει συνυπογράψει;
Ερωτήματα, άλλης φύσεως βέβαια, προκύπτουν και στην Ελλάδα: Πόσους συμβιβασμούς επί αυτών που επί δεκαετίες έχουν οριστεί ως εθνικά δίκαια είναι διατεθειμένη να κάνει η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση; Ελάχιστους, ίσως και κανέναν. Παρότι μετά τη νίκη του στις εθνικές εκλογές είχε καλλιεργηθεί ένα μάλλον υπεραισιόδοξο κλίμα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι η Χάγη κείται μακράν. Αυτή είναι, άλλωστε, η πραγματικότητα.
Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι οι παλαιόθεν αποκαλούμενες διερευνητικές συνομιλίες –που έμοιαζαν συνήθως με παράλληλους μονολόγους– έχουν σαφώς αναβαθμιστεί στον λεγόμενο πολιτικό διάλογο, με επικεφαλής τους αρμόδιους υφυπουργούς, υπό την εποπτεία των υπουργών Εξωτερικών και στην κατεύθυνση που δίνουν οι δύο ηγέτες, αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη της διάθεσης των δύο πλευρών να συζητούν –έστω και αν δεν πρόκειται να καταλήξουν πουθενά. Τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. «Εχουμε διαφορές εδώ και χρόνια με την Τουρκία, μπορούμε να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε όσον αφορά τα εδαφικά θέματα», ήταν η πλέον χαρακτηριστική ατάκα του έλληνα πρωθυπουργού στον Ρίτσαρντ Κουέστ του CNN.
Διαφωνούμε μεν, δεν χρειάζεται όμως να είμαστε σε μια διαρκή αντιπαράθεση. Αυτό είναι ένα έτερο, αλλά αντίστοιχο συμπέρασμα. Το κρίσιμο μέγεθος εδώ είναι ο χρόνος, τον οποίο Μητσοτάκης και Ερντογάν φαίνεται ότι προσπαθούν να διαστείλουν. Οσο περισσότερο διαρκέσει η περίοδος του διαλόγου, τόσο το καλύτερο για τις δύο κυβερνήσεις. Προκειμένου η μεν Αθήνα αφενός να υλοποιήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό, αφετέρου να κατευθύνει σε άλλους, κομβικούς τομείς, τα δυσεύρετα οικονομικά κονδύλια. Η δε Άγκυρα να συνεχίσει να πιστώνεται την έξωθεν καλή μαρτυρία για τη συμπεριφορά της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και να προχωρήσει την πολυπόθητη αναγέννηση της τουρκικής οικονομίας. Εάν μάλιστα στο Συμβούλιο Ανώτατης Συνεργασίας, που συμφωνήθηκε χθες να συνεδριάσει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Δεκεμβρίου, υπογραφούν και ορισμένα πρωτόκολλα συνεργασίας, ακόμα κι αν αυτά αφορούν τετριμμένα θέματα, όπως το εμπόριο, η πολιτική προστασία, ο τουρισμός και οι ακτοπλοϊκές συνδέσεις, θα μιλάμε για μια ακόμα πιο εποικοδομητική πορεία. Το κλίμα θα παραμένει ήπιο και ο χρόνος θα διαστέλλεται όλο και περισσότερο. Κι αυτό είναι κέρδος για όλους.
Αν κάτι πια είναι σχεδόν κοινώς αποδεκτό για την τακτική του Ταγίπ Ερντογάν είναι ότι λατρεύει να κατασκευάζει εχθρούς. Τον βοηθά να αναπαράγει την εξουσία του, να πιστοποιεί το προφίλ του και να ικανοποιεί το εσωτερικό του ακροατήριο. Ο εχθρός συνήθως κατάγεται από τη Δύση. Σε αυτή τη συγκυρία, όμως, ο εχθρός δεν είναι Ελλάδα. Είναι ο Μενέντεζ; Είναι η Ευρώπη; Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες; Είναι η Σουηδία; Σίγουρα είναι και η Κύπρος, η οποία ως ένα θέμα που άπτεται τόσο της ταυτότητας των Τούρκων, όσο και του συστήματος ασφαλείας της χώρας, θα είναι πάντα εκεί παρόν, να θυμίζει το πόσο δύσκολο είναι προκύψουν νομικές ή διπλωματικές λύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Έτσι, λοιπόν, καταλήγουμε πάλι στη φράση του τίτλου: Ορισμένα προβλήματα δεν λύνονται. Καλό είναι το αποδεχτούμε και να προχωρήσουμε. Ή αλλιώς: Ας λύσουμε αυτά που λύνονται.