Δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πραγματικότητες αποτυπώθηκαν στην πολυαναμενόμενη, αλλά με αναμενόμενα αποτελέσματα συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας – Τουρκίας Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν. Από τη μία πλευρά επιβεβαιώθηκε για ακόμα φορά η διάθεση Αθήνας και Άγκυρας να συνεχίσουν το διάλογο και να διατηρήσουν ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας κυρίως για να αποφεύγεται η κλιμάκωση πιθανών εντάσεων. Από την άλλη, όμως, όχι απλώς επισημάνθηκαν οι διαφορές Ελλάδας και Τουρκίας όσον αφορά τα νομικά-διπλωματικά ζητήματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά αποδείχθηκε ότι το χάσμα στα εν λόγω θέματα παγιώνεται και είναι αδύνατο να γεφυρωθεί.
Οσο πλησίαζε το ταξίδι του Φιντάν στην Αθήνα τόσο μειώνονταν οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί τους τελευταίους μήνες περί πιθανής εύρεσης κοινού πλαισίου ώστε οι δύο υπουργοί να δώσουν εντολή στα τεχνοκρατικά κλιμάκια για να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τους χάρτες απλωμένους μπροστά τους. Με λίγα λόγια, αν υπήρχαν ελπίδες περί υποχώρησης της Άγκυρας από την πάγια αναθεωρητική ατζέντα της, αυτές διαψεύστηκαν, με ηχηρό μάλιστα τρόπο, από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών.
«Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να διαγνώσουμε σωστά τα προβλήματά μας. Υπάρχουν πολλά αλληλένδετα προβλήματα στο Αιγαίο για τα οποία πρέπει να εργαστούμε και να αναζητήσουμε λύσεις. Δεν μπορούμε να τα περιορίσουμε στο θέμα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ». Αυτά ήταν τα ακριβή λόγια του κ. Φιντάν, πίσω από τα οποία αντανακλάται η διευρυμένη αναθεωρητική ατζέντα της Τουρκίας: Γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και σύνδεσή της με την κυριαρχία τους, διαφορά χωρικών υδάτων με εθνικό εναέριο χώρο, casus belli σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων έως 12 ναυτικά μίλια, αμφισβήτηση ορίων FIR Αθηνών και έρευνας και διάσωσης (SAR).
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης, αρχικά από το βήμα του Υπουργείου Εξωτερικών και εν συνεχεία μέσω της συχνότητας της ΕΡΤ, διαπίστωσε ότι οι ελληνικές θέσεις αφίστανται από αυτές της Τουρκίας, όσον αφορά το εύρος των διαφορών. «Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι υπάρχει απόσταση, η απόσταση συνδέεται με το γεγονός ότι για εμάς υπάρχει ένα μόνο ζήτημα το οποίο μπορεί να συζητηθεί και να τεθεί σε κρίση της διεθνούς δικαιοδοσίας, το οποίο είναι οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη», είπε μεταξύ άλλων ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας και συμπλήρωσε αφοπλιστικά: «Αν δεν υπάρξει σύγκλιση στο επίπεδο του πλαισίου θα παραμείνουν στην κατάσταση την οποία έχουμε».
Πόσο, όμως, θα αντέξουν Ελλάδα και Τουρκία σε ήπιο κλίμα; Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όσο και ο Γιώργος Γεραπετρίτης έχουν προτάξει το επιχείρημα ότι μακρά ειρήνη στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα επιτευχθεί μόνο αν οριοθετηθούν οι θαλάσσιες ζώνες. Μόνο έτσι θα εκλείπουν περιστατικά όπως αυτά της Κάσου του περασμένου καλοκαιριού ή ακόμα πιο επικίνδυνα, όπως με το Ορούτς Ρέις το 2020 στο Καστελλόριζο. Ο υπουργός Εξωτερικών επιφυλάχθηκε ότι θα συνομιλήσει ξανά με τον Χακάν Φιντάν «στο εγγύς μέλλον». Τι θα μπορούσε, όμως, να αλλάξει σε αυτό που ορίζεται ως «εγγύς μέλλον» και το οποίο δεν άλλαξε τους τελευταίους 16 μήνες;
Οι κ.κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν αποφάσισαν, προφανώς κατόπιν εντολής των δύο ηγετών, να αντιστρέψουν τη διαδικασία των διερευνητικών επαφών και να αναλάβουν οι ίδιοι την αναζήτηση κοινού βηματισμού. Όπως, όμως, αποδεικνύεται το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ίδια τη διαδικασία, αλλά στην τουρκική αδιαλλαξία. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός είτε αναπτύσσεται σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, είτε σε αυτό των υπουργών είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτός από οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση.
Ενα άλλο σενάριο που συζητήθηκε τελευταία, δηλαδή η αποκόλληση της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας- ΑΟΖ και η παραπομπή των υπόλοιπων ζητημάτων που θέτει η Τουρκία στις πολιτικές διαβουλεύσεις, αποδείχθηκε αδύνατον να υλοποιηθεί. Κι αυτό διότι η Άγκυρα δεν έχει κανέναν λόγο να περιοριστεί σε μία διαφορά απ’ την οποία θεωρεί ότι θα βγει ζημιωμένη. Άρα, παρά την όποια πολιτική βούληση των ηγετικών επιτελείων, το αποτέλεσμα για ακόμα μια φορά τείνει στο μηδέν.
Ουδείς μπορεί να παραγνωρίσει τη μεγάλη εικόνα που καθορίζει τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή και διαμορφώνεται αφενός από την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών και αφετέρου τον συνεχιζόμενο πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Αφενός η στροφή της Τουρκίας στο εν λόγω μέτωπο και αφετέρου η ανάγκη να διατηρηθεί η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο καθιστούν την ελληνοτουρκική προσέγγιση ακόμα πιο αναγκαία συνθήκη. Τόσο για τους Αμερικανούς, όσο και για τους Ευρωπαίους. Αν η Άγκυρα θέλει να έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία προς τη Δύση ώστε να απλώνεται αποτελεσματικότερα στη Μέση Ανατολή, τότε μια ήπια σχέση με την Ελλάδα είναι ένα ισχυρό προαπαιτούμενο.
Ενδεχομένως το σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή του διαλόγου να ήταν ότι η διαδικασία πρέπει να μείνει ανοικτή προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη των όσων καταγράφηκαν τη διετία 2020-22, όταν οι δύο χώρες έφθαναν στα όρια ρήξης. Με ανοικτό ένα μέτωπο διαρκείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ουδέποτε θα ήταν σε θέση να εφαρμόσει μια μεταρρυθμιστική ατζέντα στο εσωτερικό. Αυτό είναι από εδώ και στο εξής το διακύβευμα: Να βρεθεί ο τρόπος, χωρίς υποχωρήσεις, να διατηρηθεί η νηνεμία. Και κυρίως να αποφευχθεί ένα γεγονός-θρυαλλίδα που θα έφερνε Ελλάδα και Τουρκία στην προτέρα κατάσταση.