Τα πραγματικά όρια του ελληνοτουρκικού διαλόγου, τουλάχιστον όσον αφορά το μείζον σκέλος των πολιτικών διαβουλεύσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι συζητήσεις περί οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, αποτυπώθηκαν την Τρίτη στη Νέα Υόρκη, εν πρώτοις στην ομιλία του Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών και λίγα λεπτά αργότερα στη συνάντησή του με τον έλληνα πρωθυπουργό.
Παρά, πάντως, το γεγονός ότι τόσο επί της μίας διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα με την Αγκυρα όσο και στο Κυπριακό το χάσμα που χωρίζει τις δύο πλευρές βαθαίνει όλο και περισσότερο, η ελληνική αντιπροσωπεία συνεχίζει να εκπέμπει μηνύματα αισιοδοξίας, έστω συγκρατημένης, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση, αφενός των ανοικτών διαύλων επικοινωνίας, αφετέρου της ηρεμίας που επικρατεί τους τελευταίους μήνες επί του πεδίου, δηλαδή στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην ίδια λογική, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ραντεβού κορυφής, κυβερνητικές πηγές επέλεξαν να αναδείξουν το καλό κλίμα που επικράτησε μεταξύ των δύο ανδρών, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργασίας στο Μεταναστευτικό. Στα θετικά συγκαταλέγεται και η οριστικοποίηση της έβδομης κατά σειρά συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν, παραλλήλως με τη διεξαγωγή του Συμβουλίου Ανώτατης Συνεργασίας, τον ερχόμενο Ιανουάριο στην Αγκυρα.
Αν στην τρέχουσα συγκυρία κάτι καθορίζει το πλαίσιο, και στην ουσία κρατά ζωντανό τον ελληνοτουρκικό διάλογο, αυτό δεν είναι άλλο από την ευρύτερη διεθνή συγκυρία και δη τη νέα ανάφλεξη που καταγράφεται στη Μέση Ανατολή, με το μέτωπο του Ισραήλ στο Λίβανο. Η Τουρκία έχει καταστήσει τους τελευταίους μήνες απόλυτη προτεραιότητά της τις εξελίξεις στην εν λόγω περιοχή, με τον Ταγίπ Ερντογάν να διεκδικεί με αξιώσεις ρόλο ρυθμιστή, κινούμενος με το βλέμμα τόσο στο εσωτερικό –προς ενίσχυση της ταυτότητας του ιδίου και του ΑΚΡ στο ισλαμιστικό ακροατήριο– όσο και στο εξωτερικό, με στόχο την εμπέδωση της Τουρκίας ως δύναμης που δεν ακολουθεί, αλλά ορίζει την υπό διαμόρφωση γεωπολιτική πραγματικότητα. Εξ ου και δεν είναι ώρα για την Αγκυρα να ανοίξει μέτωπο με την Αθήνα – αντιθέτως μάλιστα, αυτό που απαιτείται είναι η έξωθεν καλή μαρτυρία, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις Βρυξέλλες.
Επιπλέον αυτών, και καθώς το Μεταναστευτικό προκαλεί ήδη αναταράξεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, Ελλάδα και Τουρκία θα κληθούν να συνεργαστούν στη διαχείριση μιας πιθανής κρίσης, άρα η διατήρηση των ανοικτών διαύλων επικοινωνίας κρίνεται ως άκρως απαραίτητη. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι στο έδαφος του Λιβάνου φιλοξενούνται αυτή τη στιγμή περισσότεροι από 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, με τη χώρα να κινδυνεύει, σε περίπτωση που μακροημερεύσει ο πόλεμος Ισραήλ- Χεζμπολάχ, να περάσει στο όριο ανθρωπιστικής κρίσης.
Οσον αφορά, πάντως, την ουσία των διμερών ελληνοτουρκικών σχέσεων και δη την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών –απαραίτητη προϋπόθεση, όπως λένε στην Αθήνα, για να υπάρξει «μακρά ειρήνη»–, ο Ταγίπ Ερντογάν πρόλαβε να θέσει το πλαίσιο σε διεθνές ακροατήριο, προτού συναντηθεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ανέδειξε την Τουρκία ως τη χώρα που διαθέτει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο, άρα ο ρόλος της δεν μπορεί να αγνοηθεί. Δηλαδή, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Αγκυρας ουδέν πρόκειται να προχωρήσει, είτε διευθέτηση είτε ενεργειακό εγχείρημα.
Ο τούρκος πρόεδρος αναφέρθηκε, δε, σε οριοθετήσεις βάσει τους διεθνούς δικαίου, αγνοώντας το δίκαιο της θάλασσας και προσθέτοντας στην εξίσωση την ελευθερία του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, ως όρων δυνάμει καθορισμού μιας σχετικής συμφωνίας. Οπως, άλλωστε, λένε χαρακτηριστικά στο Protagon ανώτερες διπλωματικές πηγές με άριστη γνώση των Ελληνοτουρκικών, «οι Τούρκοι πάντα επικαλούνται το διεθνές δίκαιο, το ζήτημα είναι ότι το επικαλούνται επιλεκτικά, μόνο στα σημεία που θεωρούν ότι ερμηνεύονται υπέρ των συμφερόντων τους».
Στο πλαίσιο αυτό προκαλεί εντύπωση η άτυπη αντίδραση της ελληνικής πλευράς, σύμφωνα με την οποία «από την ομιλία Ερντογάν κρατάμε το σημείο της ομιλίας για επίλυση στη βάση τους διεθνούς δικαίου», ενώ την ίδια ώρα ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης αποκάλυψε ότι Μητσοτάκης και Ερντογάν έδωσαν στον ίδιο και στον ομόλογό του Χακάν Φιντάν εντολή για να διερευνήσουν κατά πόσον υπάρχουν πρόσφορες συνθήκες ώστε να ξεκινήσουν οι συζητήσεις σχετικά με την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Αναμένονται με ενδιαφέρον, τόσο η εξειδίκευση των «πρόσφορων συνθηκών», όπως και το σχήμα υπό το οποίο θα μπορούσε να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση και –πολύ περισσότερο– τα πιθανά αποτελέσματά της.
Μοιάζει περισσότερο με μια επικίνδυνη άσκηση ισορροπίας. «Υπήρχε ένα πλαίσιο που λεγόταν “διερευνητικές”», λένε οι ίδιες πηγές, αναρωτώμενες : «Από τη στιγμή που δεν έχει καταγραφεί η παραμικρή πρόοδος, πώς και σε ποια βάση θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία; Χρειάζονται άνθρωποι με τεχνογνωσία, ομάδες που γνωρίζουν τα θέματα ώστε να ξεκινήσει μια ουσιαστική συζήτηση».
Εξίσου αισιόδοξη εμφανίζεται η ελληνική αντιπροσωπεία και για την επανέναρξη των συζητήσεων για το Κυπριακό, παρά το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν επανέλαβε, τουλάχιστον δεύτερη φορά από το βήμα των Ηνωμένων Εθνών, τη διακηρυγμένη θέση της Τουρκίας περί αναγνώρισης κυριαρχικής ισότητας του ψευδοκράτους, μιλώντας μάλιστα για κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας στα βόρεια ανοικτά της Κύπρου. «Υπάρχουν δύο ξεχωριστά κράτη και δύο ξεχωριστοί λαοί στο νησί» είπε ο τούρκος πρόεδρος, απαιτώντας από τη διεθνή κοινότητα να αναγνωρίσει τα Κατεχόμενα. Αναρωτιέται κανείς πώς και κυρίως γιατί να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, οι κ.κ. Χριστοδουλίδης και Τατάρ.
Αν στόχος της Αθήνας είναι να κρατήσει εν ζωή τον ελληνοτουρκικό διάλογο, τότε θα πρέπει να περιοριστεί στα ζητήματα της λεγόμενης «ήπιας» διπλωματίας. Αν, όμως, περιοριστεί εκεί, τότε εκ των πραγμάτων θα εκφυλιστεί. Τα δε όρια του εξαρτώνται και από τις επερχόμενες εξελίξεις. «Αν κανείς δει τις πάγιες θέσεις μας και το τις πρέπει να κάνουμε για μια συμφωνία, θα αντιληφθεί ότι αυτή η συμφωνία δεν θα είναι πολιτικά βιώσιμη», μας επισημαίνουν οι συνομιλητές μας.
Πρώτο κρας τεστ θα είναι η συνέχιση των ερευνών για την πόντιση καλωδίου στο έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου. Δεύτερο και σημαντικότερο, η έκβαση των αμερικανικών εκλογών την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου.