Οσο καλοσκηνοθετημένο κι αν ήταν το σκηνικό, όση ελεύθερη κι αν ήταν η κίνηση του ομιλούντος, όσο σωστά ραμμένο πάνω του κι αν ήταν το κοστούμι, ο «μικρός ο ξένος που δεν είναι του χεριού τους» έμοιαζε από την αρχή σαν να μην πίστευε λέξη από αυτά που λέει. Πώς να γινόταν αλλιώς, αφού όλα αυτά που εδώ και μέρες προετοίμαζε να πει ήταν εξ αρχής νεκρά. Τα επισκίασε ο Τσίπρας. Κι έτσι, από το πρώτο δευτερόλεπτο, όλοι περίμεναν να ακούσουν την ακροτελεύτια πρόταση του νυν αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ: «Βρείτε μου αντίπαλο. Βρείτε μου αντίπαλο και πάμε». Όλα ήταν όσο σουρεαλιστικά έπρεπε.
Εξίσου σουρεαλιστική, όμως, ήταν και η παρέμβαση της τελευταίας στιγμής του Τσίπρα. Πλησιάζοντας στο τέλος της μακροσκελούς ανάρτησης θα περίμενε κανείς από τον φυσικό ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ να προτείνει είτε τον εαυτό του, είτε έστω κάποιον άλλο ως έτοιμο προς διαδοχή. Δεν το έκανε. Αρα τι ακριβώς κάνει ο Τσίπρας; Αμφισβητεί ή αβαντάρει τον Κασσελάκη; Και κυρίως: Τι θα βγει από τη σουρεάλ συριζαϊκή παράσταση που παίζεται μπροστά στα μάτια μας; Όλα αυτά συμβαίνουν τέσσερις μήνες μετά την εκλογή του Κασσελάκη στην προεδρία του κόμματος και περίπου 100 μέρες πριν από τις ευρωεκλογές, οι οποίες- υπό φυσιολογικές συνθήκες- θα έκριναν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του νεόκοπου αρχηγού.
Από τη μέρα της εκλογής του έως σήμερα, ο Κασσελάκης δεν έχει αλλάξει. Μπήκε αλεξιπτωτιστής στην πολιτική σκηνή και συνεχίζει να μοιάζει σαν ψάρι έξω από το νερό. Σε μια σχεδόν ατελείωτη ομιλία, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν γεμάτος κοινοτοπίες και ευχολόγια. Πολιτικές θέσεις δεν ακούσαμε, ιδεολογία δεν είδαμε- γενικώς μια παρουσία κενή περιεχομένου. Περίμενε άραγε κανείς κάτι περισσότερο από τον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος κυριάρχησε με μιντιακούς όρους σε ένα αποσαρθρωμένο χώρο; Στα συντρίμμια που άφησε πίσω της η «πρώτη φορά Αριστερά» του Αλέξη Τσίπρα. Τι σχέση έχει ο νεαρός αυτοδημιούργητος (;) επιχειρηματίας με την πολιτική και δη με τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο; Καμία. Γεγονός που καθιστά την κατάσταση ακόμα πιο σουρεαλιστική.
Οση επικοινωνιακή χρυσόσκονη κι αν ρίξει κανείς στη μαρκίζα του ΣΥΡΙΖΑ, οι εσωτερικές αντιπαλότητες, οι φράξιες και οι συνωμοσίες της Αριστεράς δεν ενδιαφέρουν σήμερα σχεδόν κανέναν – ακόμα κι αν όλα αυτά διεξάγονται υπό τους όρους ενός ριάλιτι επιβίωσης. Το ζήτημα είναι ότι ένας ολόκληρος πολιτικός χώρος, δυνάμει κυβερνητικός έως πρότινος, τείνει να αγγίξει ξανά το μηδέν. Αν πριν λίγα χρόνια κάποιος μας έλεγε ότι οι απόγονοι της ανανεωτικής Αριστεράς, του Κύρκου, του Παπαγιαννάκη και των υπόλοιπων αμιγώς πολιτικών όντων, θα βρίσκονταν σήμερα άνευ πολιτικού αντικειμένου, μάλλον θα γελούσαμε. Και όμως, αυτό συμβαίνει: Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι σήμερα ένα κόμμα κενό περιεχομένου.
Ο Τσίπρας συνέβαλε τα μέγιστα σε αυτήν την κατρακύλα. Κυρίως διότι αγνόησε τα σημεία των καιρών και έκατσε αμέριμνος στις αντιπολιτευτικές δάφνες του 31%. Θεώρησε τον Μητσοτάκη εύκολο αντίπαλο —αυτός θα έπεφτε «σαν τον πατέρα του πριν συμπληρώσει τρία χρόνια στην εξουσία». Φευ. Ο Τσίπρας άνοιξε, εμμέσως, με τις (μη) πράξεις του το δρόμο στον Κασσελάκη —ή στον κάθε Κασσελάκη— να πάρει από το πουθενά το κόμμα. Και τώρα βλέποντας τον τοίχο να έρχεται κατά πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να παρέμβει. Μοιάζει, όμως, σχεδόν απίθανο η παρέμβαση του Τσίπρα να φέρει κάτι το θετικό. Συμβάλλει περισσότερο στη διεύρυνση του σουρεαλιστικού χάους παρά ο,τιδήποτε άλλο. Είτε ο Κασσελάκης επανανομιμοποιηθεί — πότε άραγε και από ποιους;- είτε πέσει από την ηγεσία, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών για τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εκκωφαντικό. Δηλαδή, με δεδομένη την υπάρχουσα κατάσταση στο κόμμα, υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε ας πούμε να πάρει τον Ιούνιο 20 ή 25%; Ίσως ούτε ο ίδιος ο Τσίπρας- αυτός όμως φρόντισε να αφήσει εαυτόν εκτός της πραγματικής μάχης. Αν ο πρώην ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ κόπτεται για την προστασία της κληρονομιάς του ή στρώνει το δρόμο για μια πιθανή επιστροφή του υπό άλλους όρους και ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό, θα έπρεπε να είναι εξαρχής πιο προσεκτικός. Τώρα πια είναι αργά. Και για δάκρυα και για δράματα. Μέσα στο σουρεάλ συνεδριακό σύμπαν, ο Κασσελάκης είπε και κάτι πολύ σωστό: «Νομίζουν ότι βυθίζουν εμένα. Βυθίζουν όμως το καράβι». Μόνο που το καράβι αυτής της Αριστεράς είναι εδώ και καιρό καθισμένο στα βαθιά.