Κυνισμός; Βεβαίως, αλλά τόσο γυμνός που υποπτευόμαστε πως δεν έχει λόγο να φοβάται μήπως προσβάλει ευαισθησίες. Καρεκλολαγνεία; Δείξτε μου έναν τομέα του δημόσιου βίου μας όπου να μη πρυτανεύει το «καρέκλα über alles», από τις αθλητικές ομοσπονδίες ώς τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς.
Υποκρισία; Οχι πάντως μεγαλύτερη από εκείνη των μακεδονομάχων που ξελαρυγγιάζονται στα συλλαλητήρια πριν τρέξουν στο Μοναστήρι να αγοράσουν κελεπούρια με την ετικέτα «made in Macedonia», για να μη μιλήσουμε για τους χθεσινούς Σαούλ, σθεναρούς υπέρμαχους της συμβιβαστικής λύσης για το όνομα της ακατονόμαστης, και σημερινούς Παύλους, που είδαν αίφνης το φως το αληθινό και καταγγέλλουν εθνική προδοσία. Όσα παρακολουθήσαμε τις τελευταίες μέρες στην πολιτική σκηνή ήταν μια κακόγουστη κωμωδία, ναι.
Αλλά μια κακόγουστη κωμωδία παίζεται στην Ελλάδα (ή στην πλάτη της Ελλάδας) όλα αυτά τα χρόνια από τους πάντες. Και αυτό, εδώ που τα λέμε, έχει και κάτι το καθησυχαστικό. Έτσι που εθιστήκαμε στη λογική του μη χείρονος, δεν χάθηκε ο κόσμος να κάνουμε ένα ακόμη βηματάκι και να αποδεχτούμε το μη χείριστο: κατρακυλάμε ασταμάτητα, αλλά δεν γκρεμοτσακιζόμαστε.
Ας ξεκινήσουμε από την Ευρώπη. Εδώ και τέσσερα χρόνια οι μισοί Ευρωπαίοι εκθειάζουν τον Τσίπρα για το, έστω τσαλακωμένο, αντισυστημικό διάβημά του (ανέξοδο γι’ αυτούς) και οι άλλοι μισοί για τις κωλοτούμπες του (βολικότατες γι’ αυτούς) και το μόνο ψεγάδι που – τάχα – του έβρισκαν όλοι ήταν η σύμπραξή του με ένα ακροδεξιό κόμμα. Τώρα ανασαίνουν ή κάνουν πως ανασαίνουν ανακουφισμένοι: ο σπίλος εξαφανίστηκε, το τσουπωτό πρόσωπο του έλληνα πρωθυπουργού λάμπει πεντακάθαρο και πάναγνο.
Υποκρισία, αφέλεια ή εθελοτυφλία; Η ώσμωση της αντισυστημικής Αριστεράς ή και συστημικών κομμάτων με την εθνικιστική Δεξιά δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι πανευρωπαϊκό φαινόμενο. Τι γίνεται στη Γαλλία με τα Κίτρινα Γιλέκα, τι γίνεται στη Γερμανία, όπου το νεότευκτο Aufstehen της Βάγκενκνεχτ ψαρεύει ψήφους στη θολή δεξαμενή της Ακροδεξιάς, τι γίνεται στη Δανία, όπου μια κεντροδεξιά κυβέρνηση μειοψηφίας στηρίζεται στην ανοχή του ξενοφοβικού Δανικού Λαϊκού Κόμματος;
Από τότε που η ευρωπαϊκή Αριστερά έχασε το επαναστατικό υποκείμενο και η ευρωπαϊκή Δεξιά την εθνική παράδοση, οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι και των δύο ακολουθούν οποιοδήποτε οδόσημο έχει αντισυστημική ένδειξη, συναντιούνται καθ’ οδόν και συμπορεύονται χωρίς ντροπές.
Το μόνο ιδιαίτερο της ελληνικής περίπτωσης είναι ότι μια κατ’ όνομα ριζοσπαστική Αριστερά συγκυβέρνησε με ένα κατά φαντασίαν εθνοπατριωτικό κόμμα. Και ο συνεταιρισμός αυτός ήταν, σε τελική ανάλυση, λιγότερο επικίνδυνος από τα αυθεντικά αριστεροδεξιά υβρίδια άλλων χωρών. Διότι στην Ελλάδα δεν είσαι ό, τι δηλώνεις, είσαι οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που δηλώνεις. Αν οι Έλληνες παίρναμε στα σοβαρά την ιδεολογία που λέμε ότι ενστερνιζόμαστε, η χώρα θα είχε γίνει ρημαδιό από έναν αέναο εμφύλιο ή από μια ολοκληρωτική δικτατορία, μαύρη ή κόκκινη.
Δεν θα γίνει πιο αριστερή η κυβέρνηση Τσίπρα χωρίς τον Καμμένο και χωρίς τα μνημόνια, γιατί ο αριστερός ριζοσπαστισμός της είναι ζήτημα φαντασιακής ταυτότητας, όχι πραγματικής πολιτικής βούλησης. Δεν φενακίσθηκε ο κόσμος που την ψήφισε δις το 2015, γιατί καταλάβαινε ενστικτωδώς αυτή την ετεροπροσωπία, αφού την κουβαλούσε μέσα του και ο ίδιος. Δεν θα γίνει κανένα εθνικό πατατράκ λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, γιατί οι Βορειοελλαδίτες είναι στην πραγματικότητα πιο ρεαλιστές από όσο θέλουν να φαίνονται.
Και δεν θα υπάρξει καμιά νεοφιλελεύθερη στροφή ούτε θα αλλάξει τίποτα ουσιαστικό, όταν αύριο η Νέα Δημοκρατία γίνει κυβέρνηση, γιατί το κόμμα αυτό έχει βαθύτατες, άφθαρτες ρίζες στον κοτζαμπάσικο λαϊκισμό. Φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, σοσιαλδημοκρατία, Κεντροαριστερά, Κεντροδεξιά, Οικολόγοι – στην ελληνική πολιτική όλα αυτά είναι ψευδεπίγραφες, ευκαιριακές ταμπέλες εμπνευσμένες από ξένες πολιτικές παραδόσεις και όσοι τις οικειοποιούνται δεν τις παίρνουν στα σοβαρά, πράγμα που δείχνει και μια κάποια περίσκεψη. Πολύ αυθεντικότεροι είναι προσδιορισμοί του τύπου «βενιζελικοί», «κωνσταντινικοί», «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου» κ.λπ. παλιότερα ή «καραμανλικοί» και «νεοκαραμανλικοί» στον καιρό μας, γιατί το πρόσωπο, ως περισσότερο ευμετάβλητο από έναν κομματικό μηχανισμό, είναι και λιγότερο απαιτητικό με τους οπαδούς του.
Γι’ αυτό η κακόγουστη κωμωδία που ζούμε είναι, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, ένα παιχνίδι με μάσκες και, αν τη δούμε έτσι, θα τη βρούμε λιγότερο ξινή. Είναι ο ελληνικός ρεαλισμός, η ελληνική ευελιξία, η ελληνική πρωτεϊκότητα, το μυστικό της Ελλάδας που ποτέ δεν πεθαίνει. Οταν ξαποσταίνει, πέφτει βέβαια σε λήθαργο, αλλά τι πειράζει; Οσο για τη δόξα, εν αναμονή κάποιου πολέμου εμπιστευόμαστε γι’ αυτή τους αθλητές μας.