| CreativeProtagon
Απόψεις

Χάρις ή Τραμπ; Τα συν και τα πλην για την Ελλάδα

Οι κάλπες της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ είναι οι πλέον κομβικές των τελευταίων δεκαετιών. Ανεξαρτήτως, πάντως, των εξελίξεων και του αποτελέσματος των εκλογών, οι πάγιες θέσεις της Αθήνας έναντι της Αγκυρας δεν αλλάζουν: Στόχος είναι η διατήρηση της διεθνούς έννομης τάξης στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Οι αμερικανικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου είναι οι πλέον κομβικές των τελευταίων δεκαετιών. Oχι τόσο για τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά διότι έρχονται σε μια συγκυρία όπου μαίνονται αλλεπάλληλα –σχεδόν ανεξέλεγκτα– μέτωπα, με πλέον καίριο την ανάφλεξη διαρκείας που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, όπου πλέον Ισραήλ και Ιράν βρίσκονται σε ευθεία αντιπαράθεση.

Υπό διαφορετικές, πιο ομαλές, συνθήκες το δίλημμα «Χάρις ή Τραμπ» θα απασχολούσε κατά κόρον την Αθήνα και την Aγκυρα – ίσως λίγο παραπάνω τους Τούρκους, καθώς είναι αυτοί που ποντάρουν περισσότερα σε μια επανεκλογή του ιδιόρρυθμου εκατομμυριούχου. Δεν είμαστε, όμως, σε αυτό το σημείο.

«Στο μυαλό των Τούρκων, όπως και των Ισραηλινών, βαραίνει το θέμα των αμερικανικών εκλογών» λέει στο Protagon ο βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Αγγελος Συρίγος, ο οποίος πριν από την ισραηλινή επιδρομή στο Ιράν εκτιμούσε, ορθώς, ότι ο Νετανιάχου ζύγιζε προσεκτικά το είδος και κυρίως το μέγεθος της απάντησης προκειμένου να μην επηρεαστεί περαιτέρω η εκστρατεία στις ΗΠΑ λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές.

Μπορεί ο Τραμπ να τάσσεται σαφώς ενεργότερα υπέρ του Τελ Αβίβ, αλλά ουδείς στην άλλη άκρη του Ατλαντικού επιδιώκει να ρίξει περισσότερο λάδι στη φωτιά. Στόχος της αμερικανικής διοίκησης, είτε υπό τη Χάρις είτε υπό τον Τραμπ, θα είναι από τον Ιανουάριο του 2025 η αποκλιμάκωση της μεσανατολικής σύρραξης. Απλώς, το ευχολόγιο του πρώην αμερικανού προέδρου ότι θα βάλει οριστικό τέλος στον πόλεμο δεν μοιάζει να πείθει κανέναν.

Κάτι αντίστοιχο, φυσικά υπό άλλους όρους, ισχύει για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δηλαδή για την Ελλάδα και την Τουρκία. Το μήνυμα της Ουάσινγκτον προς τις δύο πρωτεύουσες είναι «διατηρήστε ανοιχτό τον διάλογο και χαμηλά τους τόνους, καθώς το τελευταίο που θέλουμε να ακούσουμε είναι μια νέα αντιπαράθεση, ειδικά στη συγκεκριμένη περιοχή και ακόμα ειδικότερα μεταξύ δύο νατοϊκών εταίρων».

Το μήνυμα αυτό δεν έρχεται μόνο από τους Δημοκρατικούς ή από τους Ρεπουμπλικανούς. Είναι πάγια θέση της γραφειοκρατίας του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο, πρέπει να σημειωθεί, ανέκαθεν αξιολογούσε θετικά τη συμμαχική αφοσίωση της Ελλάδας, αλλά ταυτοχρόνως θεωρεί, και μάλιστα διαχρονικά, την Τουρκία ως το πλέον σημαντικό δυτικό ανάχωμα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, ανεξαρτήτως αν ο Ερντογάν πατάει τα τελευταία χρόνια σε δύο βάρκες.

Μια έτερη κοινή παραδοχή είναι ότι ο Ερντογάν έχει εκλεκτικές συγγένειες με τον Τραμπ –κυρίως σε επίπεδο ιδιοσυγκρασίας και πολιτικής νοοτροπίας–, κάτι όμως που δεν αποτυπώθηκε στην προεδρία της περιόδου 2016-2020, όταν οι σχέσεις των δύο πλευρών οδηγήθηκαν στα άκρα εξαιτίας μιας σειράς υποθέσεων όπως η αγορά των ρωσικών S-400 και η αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, η διαχείριση του Φετουλάχ Γκιουλέν και του πάστορα Μπράνσον, ή ακόμα και το σκάνδαλο της τουρκικής Halk Bank.

Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνει ο κ. Συρίγος, «ο Μπάιντεν δεν δέχθηκε ποτέ τον τούρκο πρόεδρο στην Ουάσινγκτον, αλλά του φέρθηκε σχετικά καλά σε σχέση με τα πεδία της αντιπαράθεσής τους, όπως η Ουκρανία και η Μέση Ανατολή. Δείτε για παράδειγμα την αναβάθμιση των F-16». Αρα, στην Αγκυρα αναμένουν μεν με ενδιαφέρον το αποτέλεσμα της πρώτης Τρίτης του Νοεμβρίου, δεν φαίνεται όμως να θεωρούν ότι οποιαδήποτε εξέλιξη θα άλλαζε άρδην τη ροή των πραγμάτων.

«Δεν νομίζω ότι οι συγκεκριμένες εκλογές θα ανατρέψουν ουσιαστικά τα δεδομένα» υποστηρίζει ο επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων της Παντείου Δημήτρης Τριανταφύλλου, επί 13 έτη υπηρετών στο τουρκικό πανεπιστήμιο Καντίρ Χας. Προσθέτει ότι «βρισκόμαστε σε φάση σταδιακής στρατηγικής μετάβασης, όπου η Ελλάδα έχει κερδίσει περισσότερη εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ μετά το πραξικόπημα του 2016, όταν οι Τούρκοι απέκοψαν έστω για λίγες ώρες την πρόσβαση των Αμερικανών στο Ιντσιρλίκ, άλλαξε εις βάρος τους την ισορροπία».

Σύμφωνα με τον ίδιο, σε γενικές γραμμές, αν κάποιος πρέπει να ανησυχεί περισσότερο για μια πιθανή επανεκλογή Τραμπ είναι η Τουρκία, καθώς ως νέος πρόεδρος θα επιχειρήσει συστηματικά να επαναφέρει τις Συμφωνίες του Αβραάμ, να ειρηνεύσει η περιοχή και να ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη χάραξη του διαδρόμου IMEC. Ολα αυτά ενισχύουν τις σουνιτικές δυνάμεις του Κόλπου, περιορίζοντας την επιρροή της Αγκυρας στην περιοχή.

Εκτός αυτών, ουδείς μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η απαρχή της ενεργότερης προσέγγισης Ελλάδας-ΗΠΑ ξεκίνησε επί προεδρίας Τραμπ και κυβέρνησης Τσίπρα – σε μια συνύπαρξη που, κατά γενική ομολογία,  μπορεί να μην έμοιαζε λογική, αλλά λειτούργησε στην πράξη εξαιρετικά.

Την ίδια ώρα, ανώτερη διπλωματική πηγή λέει στο Protagon ότι σε περίπτωση εκλογής του Τραμπ, πολλά, αν όχι όλα, θα κριθούν από την επιλογή των προσώπων στις καίριες θέσεις. «Αν είναι, για παράδειγμα, στο κυβερνητικό σχήμα ο Μάικ Πομπέο, θα υπάρχει σε ένα βαθμό σχετική συνεννόηση. Το διακύβευμα είναι να τοποθετηθούν πραγματιστές πολιτικοί και όχι άτομα απρόβλεπτα, που μπορούν με άνεση να κινηθούν εκτός πλαισίου» επισημαίνει χαρακτηριστικά.

Φυσικά, κομβικής σημασίας θα είναι η αντιμετώπιση από τον Τραμπ των ευρωατλαντικών σχέσεων και δη ο τρόπος διαχείρισης της θεσμοθετημένης συμμαχίας ΕΕ- ΗΠΑ υπό τη σκέπη του ΝΑΤΟ. Μια πιθανή αποσταθεροποίηση της Δυτικής συμμαχίας είναι προφανές ότι θα επιφέρει φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό, αλλά και μεταξύ των δρώντων κρατών, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία.

Εντός αυτού του πλαισίου, η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν, η οποία θα πραγματοποιηθεί τρεις ημέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές, θα δείξει εν πολλοίς το μέλλον του ελληνοτουρκικού διαλόγου – τουλάχιστον του πολιτικού σκέλους, όπου και κατά γενική ομολογία περιορίζεται η ουσία.

Τις τελευταίες εβδομάδες εξελίχθηκε, ως συνήθως, στο εσωτερικό μια συζήτηση με όρους «προδοσίας», «εθνικής μειοδοσίας» κ.λπ. –σε γενικές γραμμές συζήτηση κενή περιεχομένου– που ανάγκασε τον κ. Γεραπετρίτη να ενημερώσει τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που συμμετέχουν στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμυνας, προκειμένου να εξηγήσει τις προσδοκίες αλλά και να επισημάνει τις πιθανές παγίδες.

Σύμφωνα με έμπειρο γνώστη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο οποίος παρέστη στη συνεδρίαση, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών φαίνεται πεπεισμένη ότι η Τουρκία πράγματι έχει αλλάξει τη φιλοσοφία της και θέλει να βρεθεί λύση. Ουδείς, βέβαια, γνωρίζει υπό ποιους όρους και κυρίως σε ποια ζητήματα. «Ελλάδα και Τουρκία αισθάνονται μια πίεση να δουν αν θα μπορούσαν να πάνε ένα βήμα παραπέρα. Και οι Αμερικανοί, ανεξαρτήτως διοίκησης, θα ήθελαν να δουν τις δύο χώρες να δεσμεύονται ως παράγοντες σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο», επισημαίνει ο κ. Τριανταφύλλου.

Διαρροές, πάντως, από ανώτατες πηγές του υπουργείου Εξωτερικών που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα στον Τύπο, δεν έδιναν βάσιμες πιθανότητες να προχωρήσει ο διάλογος, εξαιτίας προφανώς των πάγιων τουρκικών αναθεωρητικών θέσεων. Παρ’ όλα αυτά, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές πληροφόρησης, ο υπουργός Εξωτερικών δεν θα απέκλειε την έναρξη μιας διαδικασίας εκτός παραπομπής της μίας διαφοράς που αναγνωρίζει η Ελλάδα, δηλαδή οριοθέτηση ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδας, σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο, αλλά διμερώς. Οπου δηλαδή Αθήνα και Αγκυρα θα προχωρούσαν διμερώς σε συμφωνία. Σενάριο, πάντως, που δεν είναι νέο στους κόλπους της διπλωματικής ηγεσίας.

Το ζήτημα είναι ότι εκτός συμφωνητικού, στη σύνταξη του οποίου συμπεριλαμβάνονται συγκεκριμένα εδάφια και άρα τα πράγματα είναι οριοθετημένα, κάποια άλλης μορφής διαπραγμάτευση θα μπορούσε να «ξεχειλώσει».

Ανεξαρτήτως των εξελίξεων και του αποτελέσματος των αμερικανικών εκλογών, οι πάγιες θέσεις της Ελλάδας δεν αλλάζουν: Στόχος είναι η διατήρηση της διεθνούς έννομης τάξης στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας. Οσο δε για τη νέα ηγεσία στις ΗΠΑ –γιατί ούτως ή άλλως θα είναι νέα– η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αναζητήσει ξανά ερείσματα.