Απόψεις

Εξωτερική πολιτική με διλήμματα και προοπτικές

Η μακρά περίοδος της κρίσης μπορεί να κόστισε, αλλά ισχυροποίησε ποικιλοτρόπως την Ελλάδα. Επιβεβαίωσε την εικόνα της χώρας ως ενός παράγοντα που λειτουργεί στην ευρύτερη περιοχή με στόχους την ειρήνη, την ευημερία και τη σταθερότητα. Μένει να φανεί πώς μπορεί η Αθήνα να χειριστεί τη νέα κατάσταση που ξημέρωσε μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

«Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς». Η παλιά κινεζική ρήση είναι, μάλλον, διφορούμενη. Οι ενδιαφέροντες καιροί υποκρύπτουν παγίδες, αλλά και ευκαιρίες. Οι αδιάφοροι καιροί μπορεί να μην υποκρύπτουν τίποτα, αλλά κάπου χάνεται το νόημα της ύπαρξης. Οσον αφορά, πάντως, τα όσα συνέβησαν την τελευταία τετραετία στη γεωπολιτική σκηνή της Ανατολικής Μεσογείου, αυτά μόνο βαρετά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Για την Ελλάδα υπήρξαν παγίδες, υπήρξαν όμως και ευκαιρίες. Καθώς ολοκληρώνεται η κυβερνητική θητεία, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται ενώπιον διλημμάτων – και οι προοπτικές της, είτε μας αρέσει είτε όχι, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη των σχέσεων με την Τουρκία. 

Τρία είναι τα γεγονότα-τομή που καθόρισαν την πορεία της ελληνικής διπλωματίας από το 2019 έως σήμερα — γεγονότα με παντελώς διαφορετικές επιπτώσεις και αντανακλάσεις. Το πρώτο είναι η υπογραφή του τουρκο-λιβυκού μνημονίου τον Νοέμβριο του 2019. Το δεύτερο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον χειμώνα του 2022. Και το τρίτο οι καταστροφικοί σεισμοί που έπληξαν την Τουρκία φέτος, στις 6 Φεβρουαρίου. 

Είναι αλήθεια ότι η συμφωνία Αγκυρας-Τρίπολης κατέλαβε εξαπίνης την Αθήνα. Περισσότερη αξία, όμως, είχαν τα σημαινόμενα της εν λόγω κίνησης, η οποία αποτέλεσε επί της ουσίας το πρώτο έμπρακτο βήμα υλοποίησης του θεωρήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», δηλαδή της τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο. Επί των προβλέψεων του μνημονίου οι Τούρκοι ανέπτυξαν στο πεδίο την παράνομη επιχειρηματολογία τους, δια της οποίας αμφισβητούν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα εν συνόλω, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στο Αιγαίο. Κι αυτό διότι δεν αποδέχονται ότι τα ελληνικά νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους, διαθέτουν επήρεια, άρα υφαλοκρηπίδα, άρα Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η θέση αυτή, άλλωστε, αποτυπώνεται στον χάρτη, με το τουρκολιβυκό μνημόνιο σχεδόν να ακουμπά τις ανατολικές ακτές της Κρήτης. Παραλλήλως, η Τουρκία αγνόησε τα κυριαρχικά δικαιώματα, τόσο της Αιγύπτου όσο και της Κύπρου, αποδεικνύοντας ότι έχει επιλέξει να κινείται στην ευρύτερη περιοχή με τη λογική ενός κράτους-«πειρατή», το οποίο αγνοεί ακόμα και τις βασικές προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου. 

Η Ελλάδα ξεκίνησε έκτοτε, ως όφειλε, μια δυναμική επιχείρηση επαναφοράς στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία κεφαλαιοποιήθηκε κατά κύριο λόγο με τη συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Αίγυπτο, τον Αύγουστο του 2020. Η συμφωνία αυτή, παράγοντας έννομα αποτελέσματα βασισμένα στο Δίκαιο της Θάλασσας, αφενός διεμβόλισε το τουρκολιβυκό μνημόνιο, αφετέρου έφερε Αθήνα και Κάιρο πολύ εγγύτερα, με κοινό παρονομαστή την αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού, αλλά και με περαιτέρω προεκτάσεις στην κοινή πορεία Ελλάδας-Αιγύπτου σε μια σειρά από ζητήματα. Αυτό, άλλωστε, έγινε αντιληπτό και αρκετό καιρό αργότερα, όταν οι δύο πλευρές υπέγραψαν συμφωνία για την Ερευνα και Διάσωση. 

Ενώ το τελικό στάδιο των ελληνο-αιγυπτιακών διαπραγματεύσεων βρισκόταν σε εξέλιξη, η Τουρκία έβγαλε σε δύο φάσεις το ερευνητικό «Ορούτς Ρέις»στην Ανατολική Μεσόγειο, αρκετά μίλια ανοικτά του Καστελλόριζου, σε περιοχές πάνω από δυνητική ελληνική υφαλοκρηπίδα, πυροδοτώντας μια κρίση που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε σύρραξη. Η αντίδραση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ήταν εξαιρετική – αντίστοιχη με την κινητοποίηση των ελληνικών αρχών λίγους μήνες πριν στον Εβρο, όταν με τη βοήθεια της τουρκικής κυβέρνησης χιλιάδες μετανάστες έφτασαν στα σύνορα επιχειρώντας να εισβάλουν στη χώρα. 

Η ελληνο-τουρκική κρίση του καλοκαιριού 2020 ανέδειξε, εκτός των άλλων, την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και δη της Γερμανίας, να αποτρέψει τον εκτροχιασμό, γεγονός που οδήγησε την Αθήνα να ενεργοποιηθεί ακόμα περισσότερο, προκειμένου να ενισχύσει τις αποτρεπτικές δυνατότητές της. Τόσο διπλωματικά όσο και στρατιωτικά. Σε αυτό το πλαίσιο, Ελλάδα και Γαλλία υπέγραψαν αμυντική συμφωνία στην οποία συμπεριλαμβάνεται ρήτρα συνδρομής σε περίπτωση που μία από τις δύο χώρες δεχθεί επίθεση στην επικράτειά της. Παραλλήλως, οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις παρέλαβαν τα πρώτα Ραφάλ, ενώ στα ναυπηγεία της Λοριάν κατασκευάζονται ήδη οι φρεγάτες Μπελαρά. Λίγο μετά, ανανεώθηκε η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε βάθος πέντε χρόνων. Ενδιαμέσως, η Ελλάδα είχε υπογράψει αντίστοιχη συμφωνία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα – και αυτή με ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής. 

Εχοντας αναβαθμίσει τη θέση της, η Αθήνα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Μέσα από τα δεινά της συγκυρίας, που έγιναν αντιληπτά ήδη τις πρώτες ώρες του πολέμου, εκ πρώτης όψεως φαινόταν ότι προέκυπτε ευκαιρία αποκλιμάκωσης μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, καθώς αφενός το ΝΑΤΟ έπρεπε να παραμείνει ενωμένο, αφετέρου κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί το ξέσπασμα ενός δεύτερου συγκρουσιακού μετώπου στην Ευρώπη. Σε αυτή τη λογική πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν τον Μάρτιο του 2022 στην Κωνσταντινούπολη, αλλά όσα ακολούθησαν ήταν κόντρα σε κάθε πρόβλεψη. Η τουρκική Πολεμική Αεροπορία αύξησε κατά κόρον τις παραβιάσεις και τις υπερπτήσεις, ενώ η Αγκυρα έθεσε ευθέως στον ΟΗΕ ζήτημα κυριαρχίας νησιών του Αιγαίου, συνδέοντάς την με την αποστρατιωτικοποίηση τους. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός αναπτυσσόταν με τον πλέον επίσημο τρόπο και σε όλα τα επίπεδα. 

Ευρισκόμενη, λοιπόν, ενώπιον της πλέον σκληρής αντιπαράθεσης των τελευταίων ετών, μια κρίση με χαρακτηριστικά μακράς διάρκειας, η Ελλάδα ξεκίνησε εκστρατεία διεθνοποίησης της τουρκικής παραβατικότητας, με επιστέγασμα την ομιλία του έλληνα πρωθυπουργού στο αμερικανικό Κογκρέσο και την παρουσίαση χαρτών του τουρκικού αναθεωρητισμού σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες. Και ενώ στην Αθήνα είχαν φτάσει στο σημείο να αναζητούν τρόπους και εξόδους διαφυγής από ένα θερμό επεισόδιο, που πλέον έμοιαζε αρκετά πιθανό, η Τουρκία συγκλονίστηκε από τους σεισμούς που ισοπέδωσαν ολόκληρες επαρχίες και κόστισαν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. 

Εκτοτε, καθώς η Ελλάδα έσπευσε να βοηθήσει τον τουρκικό λαό και η Τουρκία εξαναγκάστηκε να στρέψει όλους τους πόρους της στο εσωτερικό, Αθήνα και Αγκυρα κινούνται από κοινού και με εκατέρωθεν χειρονομίες σε μια πορεία κατευνασμού, η οποία ενδεχομένως να μπορούσε να καταλήξει στο τραπέζι του διαλόγου, αν φυσικά πρώτα υπάρξουν οι απαραίτητες συγκλίσεις. Παρά τη φανερή επιφυλακτικότητα, ο Νίκος Δένδιας έχει αναφερθεί σε «παράθυρο ευκαιρίας», υπογραμμίζοντας ότι αν η Τουρκία τείνει χείρα φιλίας, η Ελλάδα δεν μπορεί να την αγνοήσει. Αρκεί, βέβαια, κανείς να ορίσει την «ευκαιρία» και να περιγράψει τι ακριβώς νοείται ως χείρα φιλίας. 

Ο κατευνασμός σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο είναι πάγιο αίτημα των Αμερικανών προς αμφότερες τις πλευρές. Προφανώς, η τρέχουσα συγκυρία μπορεί να στρώνει τον δρόμο για την έναρξη διαλόγου, πριν απ’ όλα όμως πρέπει να υπάρχει κοινή αντίληψη τόσο περί της ουσίας, όσο και για το πλαίσιο αυτού του διαλόγου. Θα δεχτεί η Αθήνα να συζητήσει κάτι παραπάνω από τη μια διαφορά που αναγνωρίζει με την Αγκυρα, δηλαδή τη διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών; Είναι διατεθειμένη η Τουρκία να αποσύρει από το τραπέζι όλες τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της; Να ακυρώσει δηλαδή συλλήβδην τις βασικές στρατηγικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο;

Είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να συρθεί σε έναν απευθείας διμερή διάλογο με την Τουρκία, όπως αξίωσε λίγες ημέρες πριν ο εκπρόσωπος του Ερντογάν, Ιμπραήμ Καλίν, αγνοώντας το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ενδεχομένως ακόμα και το Δικαστήριο της Χάγης; Είναι λειτουργικό το υπάρχον πλαίσιο του διαλόγου, δηλαδή διερευνητικές, Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, θετική ατζέντα κλπ; Και αν όχι, τι ακριβώς εννοεί ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών λέγοντας πριν από λίγες ημέρες στο ραδιόφωνο του Σκάι ότι «όταν κάτι με μια συγκεκριμένη προσέγγιση δεν έχει καταλήξει σε επιτυχές αποτέλεσμα για δεκαετίες, είναι μάλλον αφελές να πιστεύεις ότι εάν συνεχίσεις ακριβώς το ίδιο πράγμα, θα αλλάξει το αποτέλεσμα»;

Το μόνο, ίσως, που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει είναι ότι Ελλάδα και Τουρκία αναζητούν τρόπους προκειμένου να ξεκινήσει μια συζήτηση περί οριοθέτησης των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών τους. Απλώς, η απόσταση ανάμεσά τους παραμένει τεράστια, ενώ την ίδια η Τουρκία δεν αποδέχεται το βασικό εργαλείο επίλυσης αντίστοιχων ζητημάτων, δηλαδή το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. 

Καλώς ή κακώς, τα διλήμματα και οι προοπτικές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εξαρτώνται σχεδόν εν συνόλω από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η μακρά περίοδος της κρίσης μπορεί να κόστισε, αλλά ισχυροποίησε ποικιλοτρόπως την Ελλάδα. Επιβεβαίωσε την εικόνα της χώρας ως ενός παράγοντα που λειτουργεί στην ευρύτερη περιοχή με στόχους την ειρήνη, την ευημερία και τη σταθερότητα. Αλλά και μιας δύναμης που όποτε χρειάστηκε αντιμετώπισε επιτυχώς την τουρκική απειλή.

Μένει να φανεί πώς μπορεί η Αθήνα να χειριστεί τη νέα κατάσταση που ξημέρωσε μετά την 6η Φεβρουαρίου, αλλά και τις πιέσεις που είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να υφίστανται, αφενός από τη Δύση για να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου, αφετέρου από την Τουρκία, η οποία ήδη επιδιώκει εμμέσως πλην σαφώς να είναι αυτή που θα ορίσει το πλαίσιο αυτού του διαλόγου.

Ολα αυτά, βέβαια, είναι υπό αίρεση, καθώς μεσολαβούν εκλογές. Διπλές, και με το ενδεχόμενο πολιτικής ανατροπής –ή, έστω, ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών– ανοικτό και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Οπως κι αν έχει, θα συνεχίσουμε να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς.