Οι προτάσεις δυσπιστίας, όπως και οι αιτήσεις για χορήγηση ψήφου εμπιστοσύνης, έχουν γενικά ένα χαρακτηριστικό: απασχολούν πολύ περισσότερο τους πολιτικούς συντάκτες από όσο την κοινωνία. Ο κανόνας αυτός μοιάζει ακλόνητος σε περιόδους πολιτικής σταθερότητας ή αποπολιτικοποίησης και σχετικοποιείται κάπως σε περιόδους πολιτικής όξυνσης, στο τέλος της ημέρας όμως είναι μάλλον γενικής ισχύος.
Είναι προφανές ότι η τελευταία πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε με πρωτοβουλία του Νίκου Ανδρουλάκη και του ΠΑΣΟΚ και συνεργασία των τριών άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά, Πλεύση Ελευθερίας), αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Υπό την έννοια ότι μετακίνησε πολιτικούς συσχετισμούς, στρέσαρε την κυβέρνηση (όχι στο επίπεδο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της, αλλά σε αυτό της εικόνας και της επικοινωνίας), δημιούργησε ορατότητα στην αντιπολίτευση –και κατά τα φαινόμενα αύξησε και τη δυναμική της.
Oμως, παραδόξως, αυτός που πήρε την πετυχημένη πολιτική πρωτοβουλία, είναι αυτός που βγαίνει λιγότερο κερδισμένος –στην πραγματικότητα χαμένος. Oλες οι δημοσκοπήσεις συνηγορούν σε αυτό. Το ΠΑΣΟΚ είχε ελάχιστα ή καθόλου κέρδη την περίοδο που ακολούθησε την πρόταση δυσπιστίας. Αντίθετα, αυτοί που βγαίνουν κερδισμένοι και αυξάνουν αισθητά τα ποσοστά τους είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου και η Πλεύση Ελευθερίας της Κωνσταντοπούλου.
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα εκδοχή σύμφωνα με την οποία το ΠΑΣΟΚ πληρώνει τους υψηλούς του τόνους, γιατί η κοινωνία δεν πιστεύει ότι υπάρχει πραγματικό πρόβλημα κράτους δικαίου και δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Αυτή η ανάλυση μπορεί να έχει βάση σε μια κατηγορία ψηφοφόρων που προσανατολίζονται προς το Κέντρο, αλλά αστοχεί στον γενικό πληθυσμό. Εκεί, κερδισμένοι δεν βγαίνουν αυτοί που κάνουν πιο μετριοπαθή κριτική στην κυβέρνηση αλλά αυτοί που πυροβολούν κατά ριπάς και για τα πάντα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πλησιάζει στις δημοσκοπήσεις τα τελευταία ποσοστά του Τσίπρα, διόλου επωφελείται από κάποια αντιπολίτευση θεσμική, μετριοπαθή ή μετρημένη: ο Στ. Κασσελάκης ζήτησε από τον Πρωθυπουργό να προκηρύξει εκλογές παρουσία παρατηρητών μέσα σε 24 ώρες, και το έκανε κατά την έξοδό του από το στρατόπεδο. Ο Βελόπουλος ξεπερνά τοι ΚΚΕ και κρυφοκοιτάζει την 3η θέση βασιζόμενος αποκλειστικά σε εξωφρενικά σενάρια συνωμοσίας. Οσο για την Κωνσταντοπούλου, διπλασιάζει σε κάποιες δημοσκοπήσεις τα ποσοστά της από 2% σε 4% χωρίς κανείς να ξέρει τι λέει, απλά επειδή την είδαν να φωνάζει πάνω σε κάθε ομιλητή.
Είμαστε λοιπόν μπροστά σε μια αντεπίθεση του λαϊκισμού που επιστρέφει δριμύτερος; Ναι, αλλά και όχι. Η λαϊκιστική ψήφος δεν ήταν καθόλου αποδυναμωμένη στις τελευταίες εκλογές –η Ακροδεξιά μόνη της συγκέντρωσε 14%, χώρια το ποσοστό που συγκέντρωσε το κόμμα της Κωνσταντοπούλου. Αυτό το οποίο συνετρίβη ήταν μια πιο λαϊκή εκδοχή της κυβερνησιμότητας –αυτό που προσπάθησε να εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αυξηθούν πολύ τα ποσοστά αυτά τον ερχόμενο Ιούνιο; Οι βέβαιες αλλαγές είναι εσωτερικές, αλλά αυτό δεν είναι ασήμαντο. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ για παράδειγμα, δημιούργησε ένα μικρότερο κομμάτι το οποίο εμφανίζεται ως «συστημικό» και ένα μεγαλύτερο που εμφανίζεται ως μια εκδοχή πιο λαϊκή από οποιαδήποτε είχαμε δει ως σήμερα. Και στην Ακροδεξιά, υπάρχει το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να απαντηθεί το διαρκές ερώτημα του «αρχηγού». Με τους «Σπαρτιάτες» να οδεύουν προς την εξαφάνιση, ο Κυριάκος Βελόπουλος αρχίζει να αποκτά την προοπτική του ηγέτη που θα συσπειρώσει όλες τις εκδοχές της Ακροδεξιάς: τη θρησκευτική, τη νέο-αντιδραστική, τη φασιστική. Το ζήτημα δεν είναι προς υποτίμηση. Σε όλη την Ευρώπη, αν όχι σε όλον τον κόσμο, η Ακροδεξιά μπόρεσε να μετατραπεί από ψήφος αντιδραστικής διαμαρτυρίας σε ουσιαστική αντιδραστική πρόταση, όταν απέκτησε έναν αναμφισβήτητο ηγέτη.
Κάποιοι κάνουν το λάθος να φαντάζονται τον ακροδεξιό ηγέτη περίπου με τα χαρακτηριστικά που θα είχε κάθε άλλος πολιτικός αρχηγός: να είναι καλός ρήτορας, να έχει συγκροτημένο και ιδεολογικά περίκλειστο λόγο. «Κάποιον σαν τον Βορίδη», έλεγαν παλιά. Φευ, η Ακροδεξιά δεν είναι μια πολιτική δύναμη σαν τις άλλες, έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι μπορεί να είναι ανερμάτιστη χωρίς κόστος, ακριβώς επειδή εισάγει τη μεταφυσική στην πολιτική συζήτηση.
Σε κάθε άλλον πολιτικό χώρο, το να ισχυρίζεται κάποιος εξωφρενικά ψέματα αναζητώντας κορόιδα για να τους πουλήσει την πραμάτεια του θα αποτελούσε λόγο για να μην του ανατεθεί κανένας ρόλος, Στην Ακροδεξιά είναι ένδειξη ικανότητας –δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ακροδεξιοί ηγέτες ξεκίνησαν την καριέρα τους ως γραφικές τηλεπερσόνες (ο Τραμπ, ο Λεπέν, ο Καρατζαφέρης στα καθ’ ημάς). Επιπλέον, ο Βελόπουλος έχει περάσει διάφορα τεστ: απέτρεψε –ή έτσι παρίστανε- εναντίον του «κίνημα» στο κόμμα του, απέκρουσε τις απειλές των όμορων χώρων, της Νίκης και των Σπαρτιατών, συνδυάζει παραδοσιακές και νεωτεριστικές εκδοχές του αντιδραστικού λόγου, επικαλείται πτυχές μιας εθνικής πολιτικής κληρονομιάς που δεν συνδέεται ιστορικά με την Ακροδεξιά. Με μια κουβέντα, έχει μάθει απ’ έξω το αλφαβητάρι της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη.
Είναι επίσης αλήθεια ότι ο Βελόπουλος δεν συγκινεί ιδιαίτερα ως προσωπικότητα τους ξαναμμένους βίαιους νέους ακροδεξιούς που αγάπησαν τον ναζί Κασιδιάρη και ότι πέντε χρόνια τώρα δεν έχει παρουσιάσει ούτε μισό στέλεχος δίπλα του που να μπορούμε να το θυμηθούμε για κάτι. Ωστόσο δεν χρειάζεται να υπερβάλουμε για τα κριτήρια της ελληνικής κοινωνίας και τις προσδοκίες της αυτή την εποχή. Ο γενικευμένος θυμός μοιάζει σήμερα με μπίλια που γυρίζει σε μια ρουλέτα. Τα ακροδεξιά αισθήματα μοιάζουν ενίοτε ακόμα και πλειοψηφικά. Οταν ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μοιάζει να ψάχνει την πιο εξωφρενική ιδέα για να την αντιπαρατάξει σε μια πραγματικότητα που την αισθάνεται ασφυκτική, για κάποιον που είχε αρκετό θράσος ώστε να βγαίνει στην οθόνη με ελάχιστα μαλλιά και να πουλά προϊόντα ενάντια στην τριχόπτωση, η ευκαιρία είναι μεγάλη.
Ο λαϊκισμός σπάνια στηρίχθηκε σε πολιτικούς κήνσορες που ήξεραν ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάνε.