Εδώ και κάποιους μήνες εξελίσσεται αυτή η αγαπημένη συζήτηση, βάσει χρησμών και οιωνών, ως προς το πότε θα κάνει εκλογές ο Μητσοτάκης.
Ο ίδιος δηλώνει δημοσίως με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι εκλογές δεν πρόκειται να γίνουν προ του ’23, αναπτύσσει και μία σχετική, πειστική επιχειρηματολογία και, πάντως, δεν θα μπορούσε να πει και τίποτε άλλο.
Είναι γνωστό, με όση σημασία μπορεί αυτό να έχει, ότι δεν ήταν πάντοτε αυτή η αντίληψη του.
Πολλοί έχουν εκ των υστέρων επιβεβαιώσει, ότι από τη στιγμή που εξελέγη, ο Πρωθυπουργός και κάποιοι περί αυτόν, αναζητούσαν ένα «παράθυρο», προκειμένου να απαλλαγούν από την απλή αναλογική και να μην υποστούν τα όσα υπέστη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, οποίος αφότου εξελέγη με την τρίτη προσπάθεια Πρωθυπουργός το 1990, συζήτησε, αλλά απέρριψε άλλη μία εκλογική διαδικασία, προκειμένου να μην είναι δέσμιος της εύθραυστης πλειοψηφίας του ενός βουλευτή. Τελικά, βρέθηκε εκείνος ο ένας που τον έριξε, ο οποίος δεν υπάρχει ούτε ως υποσημείωση στην πολιτική Ιστορία της Ελλάδας. Στην περίπτωση του σημερινού Πρωθυπουργού, το «παράθυρο» αυτό είχε σχεδόν βρεθεί το φθινόπωρο του ’20, όμως το έκλεισε ο Ερντογάν, που έβγαλε τότε τον στόλο στο Αιγαίο.
Η συνθήκη σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Ο Μητσοτάκης είναι μεν ένας Πρωθυπουργός χωρίς αξιόπιστο πολιτικό αντίπαλο, όμως μοιραία και αναπόφευκτα, βρίσκεται σε μία διαδικασία διαχείρισης φθοράς. Είναι προφανές ότι έχει διαχειριστεί λίγο πολύ τις… δέκα πληγές του Φαραώ. Είναι όμως την ίδια στιγμή εξίσου προφανές και ότι είχε πολύ χρήμα να μοιράσει, όσο κανένας στο παρελθόν – με την εξαίρεση ίσως τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και έπειτα από όλα αυτά, έχει ένα προβληματάκι. Την απλή αναλογική και την διακηρυγμένη επιδίωξη του (θεμιτή), «αυτοδυναμία ή τίποτα».
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει και ένα ακόμη ζήτημα: Η διαχείριση της πολιτικής φθοράς, είναι μία διαδικασία που αγνοεί τις ευνοϊκές αποφάσεις, τα επιδόματα, ακόμη και τις μεταρρυθμίσεις. Οι ψηφοφόροι, στην πλειονότητα τους, είναι μία αχάριστη συνομοταξία, που ό,τι τους προσφέρεται θεωρούν ότι είναι αυτονόητη κατάκτηση και συνεχώς βρίσκουν κάτι για να γκρινιάξουν.
Σε συνθήκες μάλιστα ακραίες, είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν ό,τι ανοησία τους υποσχεθεί κάποιος άλλος, ακόμη και να ψηφίσουν τον Καμμένο, για να μην εκτροχιαστεί ο Τσίπρας – αν είναι δυνατόν… Δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάται η περιπετειώδης διάθεση των ελλήνων πολιτών, που έλεγε σε ανύποπτο χρόνο και ο Βαγγέλης Βενιζέλος.
Σε αυτό το περιβάλλον λοιπόν και ενώ οι εκλογικοί χρησμοί θα συνεχίζονται για λίγο καιρό ακόμη –μέχρις ότου γίνουν εκλογές ή ώσπου αυτές να μην θεωρούνται και πολύ πρόωρες, αν γίνουν– το θέμα που θα πρέπει να προβληματίσει την κυβέρνηση, είναι άλλο. Οι πρώτες ενδείξεις του ήλθαν με το μπάχαλο της «Ελπίδας», ενώ σήμερα βλέπουμε και ακούμε με πόση επιφύλαξη αντιμετωπίζονται οι εξαγγελίες για την πάταξη του εγκλήματος που κρύβεται πίσω από το ποδόσφαιρο.
Μπορεί να μην το κατανοούν κάποιοι, αλλά ούτε οι μεταρρυθμίσεις του Πιερρακάκη κερδίζουν εκλογές, ούτε τα επιδόματα λόγω πανδημίας, ούτε ο κρατικός δανεισμός με χαμηλό κόστος (που ούτως ή άλλως τελειώνει), ούτε οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Είναι ένα αξίωμα της πολιτικής, που κανείς δεν πρέπει να λησμονεί: Οι εκλογές δεν κερδίζονται λόγω ευγνωμοσύνης των πολιτών, παρά μόνο μέσω της ανανέωσης των προσδοκιών τους.
Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι πότε θα κάνει εκλογές ο Μητσοτάκης, αλλά πώς θα τις κάνει.