Απόψεις

Εκλογές ή δημοψήφισμα; 

Ο Τσίπρας προτιμά να αποφύγει την ευθεία σύγκριση με τον Μητσοτάκη, η οποία γνωρίζει ότι λειτουργεί σε βάρος του, και επιλέγει το λιγότερο προσωποκεντρικό «Μητσοτάκης ή Αλλαγή». Το οποίο όμως και αυτό σημαίνει στην πράξη «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Μοιάζει σαν… δημοψήφισμα σε δυο γύρους. Ο νικητής θα κριθεί με απλή αναλογική και θα εκλεγεί… με το μπόνους!
Γιώργος Κουβαράς

Στην τελική ευθεία προς τις κάλπες τα διλήμματα θυμίζουν περισσότερο δημοψήφισμα, παρά εκλογές. «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» λέει ο Πρωθυπουργός. «Μητσοτάκης ή Αλλαγή» λέει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα το δίλημμα είναι το ίδιο, ο διαφορετικός τρόπος, όμως, με τον οποίο το διατυπώνουν οι δυο πολιτικοί αρχηγοί, είναι αποκαλυπτικός για δυο βασικούς λόγους: πρώτον, γιατί δείχνει ποιος επιδιώκει τη μεταξύ τους σύγκριση και ποιος επιθυμεί να την αποφύγει. Και, δεύτερον, γιατί επιβεβαιώνει ότι και οι δυο θεωρούν δεδομένη τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στις εκλογές, έτσι όπως την αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις, δηλαδή πρώτη η ΝΔ και δεύτερος ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε εξ αρχής στρατηγική δυο γύρων, με δεδομένο ότι οι πρώτες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και οι δεύτερες με μπόνους για το πρώτο κόμμα. Έθεσε ως στόχο την αυτοδυναμία (στις δεύτερες εκλογές) συνδέοντας την με την πολιτική σταθερότητα και ανέδειξε ως κεντρικό δίλημμα των διπλών εκλογών την επιλογή ανάμεσα στον ίδιον και τον Αλέξη Τσίπρα, με κριτήριο ποιος εκ των δυο έχει αποδειχτεί καταλληλότερος να κυβερνήσει τη χώρα, δεδομένου ότι και οι δυο υπήρξαν πρωθυπουργοί.

Σημειωτέον, ότι στα σχεδόν 50 χρόνια της μεταπολιτευτικής ιστορίας της χώρας, μόνο μια φορά έχει ξανασυμβεί να αναμετρώνται στις εκλογές ένας νυν κι ένας πρώην πρωθυπουργός: Η προηγούμενη ήταν το 1993, με την αναμέτρηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – Ανδρέα Παπανδρέου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ο εν ενεργεία πρωθυπουργός είχε να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο που δεν είχε δοκιμαστεί στο αξίωμα, άρα είχε το πλεονέκτημα του «άφθαρτου» που δικαιούται μια ευκαιρία. Αυτό δεν ισχύει σήμερα και είναι φανερό ότι ο Μητσοτάκης θέλει να το υπενθυμίζει στο εκλογικό σώμα, ζητώντας τη σύγκριση με τον Τσίπρα, στην οποία θεωρεί ότι έχει πλεονέκτημα.

Ο Μητσοτάκης όμως επιχειρεί να πείσει τους ψηφοφόρους και για κάτι άλλο, που είναι σαφώς πιο δύσκολο: ότι δεν θα είναι λειτουργική μια συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, άρα πρέπει να του δώσουν αυτοδυναμία. Η δυσκολία του εγχειρήματος έγκειται σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι πως έχει προηγηθεί η συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ από το 2012 – 2015, την οποία η ΝΔ θεωρεί επιτυχή. Το δεύτερο είναι ότι στη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ και στα ψηφοδέλτια της μετέχουν στελέχη που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, άρα η συνεννόηση σε ιδεολογικό αλλά και σε πρακτικό επίπεδο έχει αποδειχτεί εφικτή.

Τι γίνεται όμως στην άλλη πλευρά; Ο Αλέξης Τσίπρας προτιμά να αποφύγει την ευθεία σύγκριση με τον Μητσοτάκη, η οποία γνωρίζει ότι λειτουργεί σε βάρος του. Το βασικό επιχείρημα από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν μπορεί να συγκριθεί ένας πρωθυπουργός που κυβέρνησε με Μνημόνιο με έναν πρωθυπουργό που κυβέρνησε χωρίς τέτοια «θηλιά στο λαιμό». Το δίλημμα, λοιπόν, «Μητσοτάκης ή Τσίπρας» μετατρέπεται στο λιγότερο προσωποκεντρικό «Μητσοτάκης ή Αλλαγή». Ένα δίλημμα πιο ταιριαστό στον ΣΥΡΙΖΑ που είναι σε όλες τις δημοσκοπήσεις δεύτερο κόμμα. Ο στόχος είναι διπλός: αφ’ ενός να αποφευχθεί η σύγκριση Μητσοτάκη – Τσίπρα και αφ’ ετέρου να εμφανιστεί ο σημερινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως ηγέτης ενός ευρύτερου μετώπου που επιδιώκει ένα και μόνο πράγμα: να φύγει ο Μητσοτάκης!

Η σημερινή στρατηγική του Τσίπρα δεν απέχει πολύ από αυτήν που τον έφερε στην εξουσία το 2015. Μόνο που τότε ο αντίπαλος – αν και ήταν στην πραγματικότητα… ένας – είχε πολλά πρόσωπα: το Μνημόνιο, το παλιό πολιτικό σύστημα, οι Σαμαροβενιζέλοι, τα κακά ΜΜΕ, τα συμφέροντα! Με τόσα πολλά «πρόσωπα» απέναντι, οι ψηφοφόροι όλο και κάποιο θα έβρισκαν να επιλέξουν για να τιμωρήσουν, φέρνοντας έτσι τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Σήμερα, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Η μεθοδολογία όμως δεν αλλάζει. Ούτε καν η ρητορική. Υπάρχει ο Πολάκης να μιλάει για τα «βοθροκάναλα», επιστρατεύτηκε ο Αντώναρος ως ο νέος εκ δεξιών εταίρος, στη θέση του Πάνου Καμένου και… «όλοι οι καλοί χωράνε» στο λαϊκό μέτωπο που εμφανίζεται ως φορέας της «Αλλαγής» απέναντι στον Μητσοτάκη. Μόνο που όσο κι αν μένουν ίδιες η μεθοδολογία και η ρητορική, έχει αλλάξει άρδην η πολιτική πραγματικότητα. Το «μέτωπο» δεν είναι συμπαγές. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ λέει ότι δεν θέλει «ούτε Μητσοτάκη ούτε Τσίπρα» και μοιάζει πράγματι εξαιρετικά δύσκολο να συνυπάρξουν στον ίδιο κυβερνητικό συνασπισμό ο Γιώργος Παπανδρέου κι ο Ανδρέας Λοβέρδος με τον Ευάγγελο Αντώναρο. Ο Βαρουφάκης δεν σκοπεύει να επιχειρήσει ξανά το οικονομικό του όραμα παρέα με τον Τσίπρα, ο Κουτσούμπας ακούει περί μετώπου και απαντάει «αυτοί είστε». Ακόμη κι ο  Βελόπουλος, τον οποίο θεωρητικά δεν αποκλείουν στην Κουμουνδούρου, αν δείξει πρόθυμος να συμβάλει στην «Αλλαγή», δεν το σκέφτεται καν, γιατί είδε τι έπαθαν οι ΑΝΕΛ!

Τι μένει, λοιπόν, στην πραγματικότητα; «Μητσοτάκης ή Αλλαγή» σημαίνει στην πράξη «Μητσοτάκης ή Τσίπρας». Μοιάζει σαν… δημοψήφισμα σε δυο γύρους. Ο νικητής θα κριθεί με απλή αναλογική και θα εκλεγεί… με το μπόνους!