Δεν θα πρέπει να ξαφνιάζει η απόφαση της ηγεσίας της Εκκλησίας να μην αναστείλει τη Θεία Κοινωνία στους ναούς λόγω της έξαρσης του κορονοϊού. Ηταν αναμενόμενη. Οι εξηγήσεις που έδωσε με την επίμαχη ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου σχολιάστηκαν και επικρίθηκαν πολύ. Είναι απόρροια ενός άκαμπτου δογματισμού, από τον οποίο διέπεται η πλειοψηφία της ηγεσίας της και ενεργοποιείται αντανακλαστικά κάθε φορά που καλείται να προσεγγίσει σύγχρονα κοινωνικά θέματα.
Υπάρχουν βέβαια εξαιρέσεις. Αξιοσημείωτες οι περιπτώσεις των μητροπολιτών Δημητριάδος Ιγνάτιου και Μεσογαίας Νικόλαου και ολίγων ακόμη ιεραρχών που τοποθετήθηκαν με μετριοπάθεια και σύνεση. Ο πρώτος έσπευσε να καλέσει τους ηλικιωμένους πιστούς ακόμα και να μη νηστέψουν κατά τη Σαρακοστή, προκειμένου να ενισχύσουν και να προστατεύσουν τον οργανισμό τους, ο δεύτερος έστειλε το μήνυμα: «Κάθε τι που σέβεται την κοινωνία και τον συνάνθρωπο αποτελεί έκφραση αγάπης και στον Θεό». Εδειξαν ότι υπάρχουν, έστω και ως μειοψηφία, πιο σύγχρονες απόψεις και αντιλήψεις στους κόλπους της Εκκλησίας.
Ως προς τι λοιπόν αυτή η άκαμπτη στάση της ιεραρχίας απέναντι στη λογική; Την ώρα που το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπενθυμίζει ότι η πίστη στον Θεό είναι υπέρβαση και όχι κατάργηση της ανθρώπινης λογικής;
Σύμφωνοι, η Θεία Κοινωνία συνιστά θεμελιώδες θαύμα και η ΔΙΣ δεν θα μπορούσε να εκδώσει μια επίσημη ανακοίνωση διάψευσής του. Αλλά γιατί χρειαζόταν συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου και ανακοίνωση για το θέμα, η οποία αναγκαστικά θα οδηγούσε σε μια τέτοια κάθετη στάση;
Διότι η ηγεσία της Εκκλησίας θέλει να στείλει πρωτίστως ένα μήνυμα προς την Πολιτεία: να μην μπλέκεται για οποιονδήποτε λόγο σε ζητήματα που αφορούν τα χωράφια της, ασχέτως αν τελικά αφορούν όλους μας.
Η Εκκλησία αμφισβητεί στο συντεταγμένο ελληνικό Κράτος το δικαίωμα και την αρμοδιότητα να αποφασίζει για θέματα όπου η εκκλησιαστική τελετουργία διασταυρώνεται με θέματα δημόσιας υγείας. Την ώρα που γίνεται ένας εθνικός αγώνας για περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού, η Εκκλησία αρνείται να το συζητήσει. Αρνείται στο κοσμικό κράτος να διατυπώνει ενστάσεις ή και αντίρρηση στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τις συναθροίσεις ηλικιωμένων στις Εκκλησίες και στον τρόπο που δίνεται η Θεία Κοινωνία. Διότι αν προσέξει κανείς τις εξηγήσεις που δίνονται από τους ιεράρχες, αυτές αναφέρονται στα θεολογικά θέματα της πίστης και όχι στο «διά ταύτα», αν δηλαδή εγκυμονεί κίνδυνο μετάδοσης του κορονοϊού το κουταλάκι την ώρα της Θείας Κοινωνίας και το αν υπονομεύει την προσπάθεια «στεγανοποίησης» του ιού, ζητήματα για τα οποία οι επιστήμονες δημόσιας υγείας είναι δυστυχώς βέβαιοι.
Τα αντανακλαστικά που επέδειξε η ηγεσία της Εκκλησίας παραπέμπουν σε μια ανάλογα πείσμονα στάση για το ζήτημα των ταυτοτήτων το 2001. Τότε η Εκκλησία αρνήθηκε στο Κράτος την αποκλειστική ευθύνη και αρμοδιότητα να ρωτά τους πολίτες του για το θρήσκευμά τους. Αυτό ήταν το ζήτημα –δεν ήταν θέμα θρησκείας, αλλά θέμα τού κατά πόσο το Κράτος δικαιούται ή όχι να ρωτά τέτοια πράγματα τους ανθρώπους. Και όμως η τότε ιεραρχία, ο Μακαριστός Χριστόδουλος, κατέβηκε στους δρόμους επικαλούμενη ζητήματα πίστης –λες και αυτά αμφισβητήθηκαν ποτέ. Ηταν μια επίδειξη δύναμης, που δεν πέρασε χάρη και στην αταλάντευτη στάση της πολιτικής ηγεσίας (Σημίτης, Στεφανόπουλος).
Κάτι ανάλογο γίνεται σήμερα με τη στάση της Ιεράς Συνόδου: ένα ζήτημα του Κράτους να πάρει μέτρα για τη δημόσια υγεία, ακόμα και μέσα στους ναούς, η ηγεσία της Εκκλησίας αρνείται ακόμα και να το συζητήσει.
Το αρνείται, επειδή νιώθει πως μπορεί. Επειδή η επιρροή της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία παραμένει τόσο ισχυρή που θέλγει πολλούς στην πολιτική σκηνή να επιζητούν την συνεργασία μαζί της. Ενώ από την αντιπολίτευση, ο Αλέξης Τσίπρας, η Φώφη Γεννηματά και ο Δημήτρης Κουτσούμπας είχαν ήδη διαφωνήσει ανοικτά με την έμπρακτη εξαίρεση των εκκλησιαστικών τελετουργιών από τους κανόνες του κράτους, η ΝΔ επισήμως δεν είχε τοποθετηθεί επί ημέρες επί των όσων ανακοίνωσε η Ιερά Σύνοδος. Η κυβέρνηση προτίμησε να μιλήσουν οι αρμόδιοι επιστήμονες και φιλελεύθεροι βουλευτές με επιστημοσύνη (Μαριέττα Γιαννάκου) σε «αντιπαραβολή» με ιερείς. Ούτε καν η Νίκη Κεραμέως, στην αρμοδιότητα της οποίας είναι τα εκκλησιαστικά θέματα, θέλησε για προφανείς λόγους να παρέμβει ξεκάθαρα στην όλη προβληματική –αρκέστηκε σε νουθεσίες περί «ατομικής ευθύνης». Ευτυχώς, την τιμή της κυβέρνησης έσωσε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός στο πολύ σημαντικό απογευματινό διάγγελμά του της Τετάρτης, στο οποίο έριξε το γάντι στους ιεράρχες: «Προσβλέπω στη στήριξη της ηγεσίας της Εκκλησίας στον κοινό σκοπό. Αλλά ο θεσμικός μου ρόλος μού επιβάλλει να τοποθετηθώ με σαφήνεια στο θέμα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η επίμαχη δήλωση της βουλευτού Θεσσαλονίκης, Ελενας Ράπτη, η οποία διαφήμισε ότι κοινώνησε και πως θα το επαναλάβει, δεν είναι τίποτα άλλο παρά το κλείσιμο του ματιού στους θρησκευόμενους ψηφοφόρους και τους μητροπολίτες. «Είμαι δίπλα σας, μαζί σας» σαν να λέει. Τέτοιες συμπεριφορές καταδεικνύουν τη βαθιά ριζωμένη αντίληψη στον πολιτικό κόσμο ότι η άγρα ψήφων ακόμη και την ώρα της κρίσης και της πανδημίας αποτελεί την προτεραιότητά τους. Φανερώνει επίσης ότι ως κοινωνία, ως χώρα, θα πρέπει να ξεπεράσουμε πολλά στερεότυπα για να ακολουθήσουμε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές… Αν τα καταφέρουμε…