Είναι ίσως άδικο για τον Κάρολο Παπούλια και την πολιτική του πορεία να τον μνημονεύουμε για μια στιγμή. Εκείνη όμως η παρέλαση της γιούχας, το μακρινό 2011, ήταν η πιο συμβολική της περασμένης δεκαετίας. Ηταν η στιγμή που ο ίδιος ο Παπούλιας, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τίμησε με τον καλύτερο τρόπο τον ρόλο του: στάθηκε όρθιος και κοίταξε κατάματα μια χώρα που άλλαζε μέρα με την μέρα προς το χειρότερο, της έδειξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. «Δεκαπέντε χρονών πολεμούσα το ναζισμό και τους Γερμανούς, μου λένε τώρα “Παπούλια προδότη”. Ποιος είναι προδότης; Να ντρέπονται, να ντρέπονται».
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά, ξέρουμε πως εκείνη την ημέρα στη Θεσσαλονίκη γράφτηκε η πρώτη πράξη όσων θα ακολουθούσαν στην συνέχεια. Αριστεροί, δεξιοί και χρυσαυγίτες «αγανακτισμένοι» πανηγύριζαν για τη ματαίωση της παρέλασης, διαμορφώνοντας το πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης, επιβεβαιώνοντας τον σταδιακό κοινωνικό εκφασισμό και στην ουσία αντικαθιστώντας τις ιδεολογικές διαφορές των πολιτικών δυνάμεων με το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Κανένα κόμμα δεν καταδίκασε τον προπηλακισμό χωρίς ένα «αλλά». Ενδεικτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου ο πρόεδρος δήλωσε τώρα για τον Παπούλια πως ως Πρόεδρος «ταύτισε το εθνικό με το αληθινό», έλεγε τότε πως «η ιερή αγανάκτηση και οργή είναι αντάξια των καλύτερων αγωνιστικών παραδόσεων του λαού μας».
Σε λίγες ημέρες, μπαίνουμε πια σε μια νέα δεκαετία, με τις προκλήσεις της ήδη απλωμένες μπροστά μας. Χρωστάμε όμως στον Πρόεδρο που ταυτίστηκε με μια δύσκολη εποχή, που έζησε εκείνο το γύρισμα ανάμεσα στην παλιά μας χώρα και την καινούρια, να κλείσουμε τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια ήταν μια παρένθεση που για κάποιους ολοκληρώθηκε με τις εκλογές του 2019. Οι πληγές εκείνης της περιόδου δεν έχουν κλείσει ακόμα, όμως σταδιακά επουλώνονται. Ελάχιστοι έκαναν επί της ουσίας αυτοκριτική —πόση σημασία έχει όμως μετά από τόσα χρόνια; Η Καίτη Γαρμπή θα τραγουδούσε «περασμένα ξεχασμένα», κι ας μην γίνουν εντελώς συγχωρεμένα ποτέ.
Οι πολιτικές δυνάμεις μπορεί να μην το παραδέχονται, όμως πήραν κι αυτές τα μαθήματά τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που έγινε κυβέρνηση ταυτιζόμενο με τα κατώτερα ένστικτα της ελληνικής κοινωνίας, δεν μπορεί να εφαρμόσει το ίδιο κόλπο στην πανδημία —βρίσκεται ακόμα στα χαμένα, ψάχνοντας τον νέο του ρόλο. Το ΠΑΣΟΚ δείχνει έτοιμο να ανοίξει έναν νέο κύκλο χωρίς βαρίδια, χωρίς πια να σηκώνει στις πλάτες του τις αμαρτίες ενός ολόκληρου λαού. Η ΝΔ, η μοναδική πολιτική δύναμη που φαινομενικά έμεινε αλώβητη από τις ανακατατάξεις, γνωρίζει πως ούτε αυτή μπορεί να επαναλάβει την πορεία των τελευταίων δέκα ετών -και γνωρίζει επίσης πως η αλαζονεία της εξουσίας δεν αποδείχτηκε καλός σύμβουλος στα δύσκολα.
Τι μένει για μας; Φίλοι δεν ξαναμίλησαν ποτέ ο ένας στον άλλο, άλλοι τα βρήκαν πάνω σε ένα γιορτινό τραπέζι σαν τα φετινά. Ο καιρός πέρασε, η Ελλάδα σώθηκε στο τσακ. Η παράνοια πια δεν φοράει χλαμύδες, δεν χτυπάει κατσαρόλες και δεν απειλεί με κρεμάλες, δεν εξαφανίστηκε όμως -ψάχνει για τσιπάκια 5g στα μπράτσα των εμβολιασμένων. Συμπέρασμα: όσο οι πρωταγωνιστές μας δίνουν αφορμές, στην ζωή ή στον θάνατό τους, δεν βλάπτει καμιά φορά να γυρνάμε πίσω στην παλιά χώρα για να ψάξουμε τι πήγε λάθος. Πού ξέρεις; Μπορεί έτσι να τα αποφύγουμε στο μέλλον.