Οταν μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών κήρυξε τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, τέσσερα ήταν τα ερωτήματα που επίμονα επανέφερε στο διάλογο η ακαδημαϊκή κοινότητα, αμερικανική και όχι μόνο: αν ήταν ορθή η χρησιμοποίηση του όρου «πόλεμος», πόσο θα διαρκούσε η προσπάθεια για την εξάρθρωση των τρομοκρατικών ομάδων, αν θα επηρέαζε η όλη επιχείρηση τον τρόπο ζωής του δυτικού κόσμου και -κυρίως- αν θα έπρεπε να προταχθεί η αξία της ασφάλειας ή της ελευθερίας.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί οι ίδιες πάνω-κάτω ερωτήσεις επανέρχονται στον δημόσιο διάλογο σήμερα, στα πλαίσια της αντίδρασης των κρατών και κοινωνιών στην πανδημία του κορονοϊού.
Η διάρκεια της κρίσης, η χρήση του όρου «πόλεμος», η επίδραση στον τρόπο ζωής μας μονοπωλούν την ακαδημαϊκή συζήτηση. Το τέταρτο ζήτημα όμως επανέρχεται υπό μια νέα μορφή διλήμματος, θέτοντας από τη μία μεριά την υγεία και από την άλλη την οικονομία. Όπως όμως και στην περίπτωση της ασφάλειας και της ελευθερίας, το δίπολο υγείας-οικονομίας, παρότι θελκτικό ακαδημαϊκά, είναι εν τοις πράγμασι ανύπαρκτο.
Διανοητές που υποστηρίζουν την απόλυτη κατίσχυση της υγείας ή, προκλητικότερα, της οικονομίας όπως πρόσφατα o Μπερνάρ Ανρί Λεβί στη γαλλική επιθεώρηση Le Point τοποθετούνται επί της ουσίας με την άνεση που επιτρέπει η απάντηση σε ένα παντελώς υποθετικό ερώτημα. Η εικόνα ότι υπάρχει μια αυτόματη μηχανική σχέση σύμφωνα με την οποία μειώνοντας την έμφαση στην υγεία αυξάνεις την αντίστοιχη στην οικονομία και το αντίστροφο απέχει αρκετά από την πραγματικότητα.
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές στο χώρο άσκησης της πραγματικής πολιτικής πως η υγεία και η οικονομία είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία. Ενας εργαζόμενος που θα διαισθανόταν την κρατική αδιαφορία απέναντι στην υγεία του, θα ήταν κάθε άλλο παρά ένας αποδοτικός εργαζόμενος. Αντίστοιχα, στο πολυπόθητο επίπεδο της ζήτησης, ένας καταναλωτής προϊόντων ή υπηρεσιών δε θα αισθανόταν καμία ασφάλεια να εξέλθει του σπιτιού του και να καταναλώσει μέρος των χρημάτων του για οτιδήποτε πέραν των απαραίτητων, αν ένιωθε ότι η υγεία του δεν είναι σημαντική στη χάραξη της πολιτικής απέναντι στην πανδημία. Η οικονομία δε γίνεται να κινηθεί παρά μόνο μέσα από μια συντονισμένη προσπάθεια προστασίας της υγείας που αποδεικνύει ότι κράτος και κοινωνία είναι μαζί και νοιάζονται για καθέναν από τους πολίτες.
Από την άλλη μεριά, η υπεραπλουστευτική διλημματική προσέγγιση λησμονεί ότι η προστασία της υγείας έχει πολύ πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο από αυτό που της αποδίδεται. Η ανθρώπινη θνητότητα αντιμετωπίζεται από την επιστήμη μέσα από τη λειτουργία των συστημάτων υγείας. Αυτή η διαπίστωση όμως θέτει και μια επιπλέον παράμετρο: η έγνοια των ευρωπαϊκών κοινωνιών να μην υπερφορτωθούν και καταρρεύσουν τα συστήματα υγείας δεν είναι μόνο μια προσπάθεια για την υγεία μας αλλά και για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όπως εκφράζεται με την πραγμάτωση του δικαιώματος όλων και ιδίως των βαρέως πασχόντων να τύχουν ιατρικής φροντίδας.
Τι μας λέει η πλασματικότητα του διλήμματος υγεία-οικονομίας; Πως η σημασία του ελληνικού παραδείγματος της συντονισμένης αυτοπειθαρχίας δεν εξαντλείται στους επαίνους των ξένων μέσων μαζικής ενημέρωσης. Ανοίγει τον δρόμο και για τη δεύτερη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας, αυτή της διατήρησης της προσωπικής μας ασφάλειας ενώ σταδιακά επανερχόμαστε στις επαγγελματικές και σε κάποιες από τις κοινωνικές μας δραστηριότητες.
Η αυτοπειθαρχία, η σύνεση και η φροντίδα για την υγεία μας που δείξαμε όλο αυτό το χρονικό διάστημα είναι λοιπόν ένα σημαντικό κεκτημένο και ταυτόχρονα ένα όπλο που οφείλουμε να εξακολουθήσουμε να χρησιμοποιούμε και τώρα που σιγά σιγά επανασυνδέουμε τις κοινωνικές δομές.