Η Ελλάδα πορεύτηκε δύο ολόκληρους αιώνες με σήμα κατατεθέν της το ρουσφέτι, ναι ή όχι; Βεβαιότατα. Γαλουχήθηκαν γενιές Ελλήνων με την απόλυτη χρησιμότητα (μέχρις προσωπικής επιβίωσης) του «μέσου» και της «γνωριμίας»; Ασφαλώς. Κι όμως, αν δούμε διαχρονικά αυτό το αθάνατο τέρας, θα διαπιστώσουμε ότι δεκαετία με τη δεκαετία και απονομιμοποιείται και τα πλοκάμια του κόβονται σιγά σιγά.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα πανεπιστήμια, το ΑΣΕΠ για τον διορισμό στο Δημόσιο, η ένταξη των στρατιωτικών και αστυνομικών σχολών στο σύστημα εισαγωγής των ΑΕΙ, η ανεξαρτησία της υπηρεσίας δημοσίων εσόδων, η ηλεκτρονική αναβάθμιση της Εφορίας και της Πολεοδομίας για να μην υπάρχει επαφή του κοινού με τους υπαλλήλους, το υπό κατάρτιση κτηματολόγιο για τις ιδιοκτησίες, είναι μερικές μεγάλες νίκες της αξιοκρατίας απέναντι σε αυτό το προαιώνιο εθνικό όνειδος.
Πάντα βεβαίως βρίσκονται τρόποι να παρακάμπτονται νόμοι, αλλά τα «παραθυράκια» σταθερά μειώνονται. Το τέρας του ρουσφετιού δεν είναι τελικά ανίκητο σε βάθος χρόνου. Πάντα θα υπάρχουν οι απατεώνες που ψάχνουν το ρουσφετολογικό by pass, αλλά και οι αξιοπρεπείς άνθρωποι που με πολιτική βούληση και προσωπικό αγώνα θα θωρακίζουν το σύστημα και θα κλείνουν τρύπες. Δεν θα εξαλείψουμε ίσως οριστικά το ρουσφέτι, αλλά πενταετία την πενταετία, θα μειώσουμε δραστικά την επίδρασή του στην εθνική μας ζωή.
Ο Ελληνας ήταν φουμαδόρος. Τα κοινωνικά ήθη και η οργάνωση της εθνικής μας ζωής ήταν παγίως προσαρμοσμένα στα συμφέροντα και στις διαθέσεις του καπνιστή, ο άκαπνος ήταν ο αποσυνάγωγος που υπέφερε σιωπηλά. «Δεν θ’ αλλάξει ποτέ αυτό» λέγαμε. Κι όμως, για κοιτάξτε τώρα τα σταχτοδοχεία στα πεζοδρόμια των εστιατορίων και τους καπνιστές που όρθιοι τραβάνε στα γρήγορα την τζούρα τους για να ξαναμπούν μέσα με τους «κανονικούς» ανθρώπους.
Ο Ελληνας είναι μάγκας οδηγός, ατίθασος και επιθετικός. Ποτέ δεν θα έβαζε ζώνη, αυτά ήταν για τους φλούφληδες Ευρωπαίους. Είχαμε εφεύρει και τα μπλουζάκια με τις ζωγραφισμένες ζώνες, είχαμε έξω-έξω στα χείλη μας τον αστικό μύθο για τον Νίκι Λάουντα που όταν ήρθε στην Αθήνα είπε –δήθεν– ότι μπροστά στους έλληνες οδηγούς αυτός είναι πρωτάρης. Για δείτε τώρα αν υπάρχει έστω και ένας οδηγός που δεν φορά ζώνη. Και η οδηγική συμπεριφορά των νεοτέρων είναι πολύ καλύτερη απ’ των παλιών. Ακούτε κόρνες στους δρόμους; Σπάνια έως καθόλου. Κάποτε γινόταν το έλα να δεις. Κάιρο ήταν η Αθήνα.
Για τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες, η αφίσα ήταν το σήμα κατατεθέν των ελληνικών τοίχων. Η απόλυτη αισθητική φρίκη, το τέλειο γυφταριό των ελληνικών πόλεων. Αναφαίρετο αγωνιστικό δικαίωμα (η πολιτική αφίσα), κατοχυρωμένο διαφημιστικό μέσο (η εμπορική), τεράστιος κύκλος εργασιών (από χαρτεμπόρους, μέχρι εργοστασιάρχες τυπογράφους και εταιρείες αφισοκολλητών με εκατοντάδες εργαζόμενους, χώρια οι εθελοντές των κομμάτων). Κατάλαβε κανείς πως και πότε χάθηκαν οι αφίσες από τη ζωή μας, μαζί με όλα τα συμφέροντα και το ιδεολογικό περιεχόμενο που κουβαλούσαν; Πώς καθάρισαν οι τοίχοι μας; Και πότε παγιώθηκε στην κοινωνική συνείδηση όποιος κολλά αφίσα να είναι δακτυλοδεικτούμενος και (δικαίως) υποψήφιος για αυτόφωρο; Ελα ντε.
Οπότε, να μην ακούω θεωρίες ότι οι καταλήψεις στα σχολεία είναι «θέσμιο» τριών πια γενεών στη σειρά και ως εκ τούτου μπήκε στο DNA μας. Οπότε δεν πρόκειται να εξαλειφθούν στον αιώνα τον άπαντα, ακόμα κι αν φτιάξουμε το καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στον κόσμο. Αυτό που σήμερα (παρά την προφανή αχρηστία και ζημιά που προκαλεί) είναι στη μόδα, αύριο μπορεί κάλλιστα να θεωρείται μια ασυναρτησία ή μια αξιόποινη πράξη. Αρκεί ανάμεσα στις δύο εποχές να μεσολαβήσει ένας σοβαρός άνθρωπος με σταθερή πολιτική βούληση.