| CreativeProtagon
Απόψεις

Είμαι βουλευτής και το κέφι μου θα κάνω

Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε μυαλά σε σχέση με το ποιους επιλέγουμε να μας εκπροσωπήσουν. Κόμματα και ψηφοφόροι εξίσου. Να καταλάβουμε, επιτέλους, ότι δεν τους στέλνουμε στο «Ελλάδα έχεις Ταλέντο» για να μας διασκεδάζουν με τα καμώματά τους, αλλά στη Βουλή των Ελλήνων για να καθορίσουν τις τύχες μας
Μαρία Δεδούση

Το καταπληκτικό με την υπόθεση του βουλευτή της Νίκης, Νίκου Παπαδόπουλου, δεν είναι ότι μπούκαρε στην Εθνική Πινακοθήκη και άρχισε να βανδαλίζει έργα Τέχνης, αλλά ότι όσο τελούσε υπό κράτηση για την πράξη του αυτή, άρχισε να απειλεί με μηνύσεις, διότι «είναι βουλευτής και κανείς δεν μπορεί να αποφασίσει την κράτησή του, ό,τι κι αν κάνει, εκτός της ίδιας της Βουλής».

Το ακόμη πιο καταπληκτικό είναι ότι έχει απόλυτο δίκιο.

Η βουλευτική ασυλία, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται εξωφρενική –και πράγματι, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι– αποτελεί ένα συνταγματικό εργαλείο που δημιουργήθηκε (από τους Αγγλους, δεν είναι δική μας εφεύρεση) για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Συγκεκριμένα, προκειμένου να μπορούν οι νομοθέτες να τελούν ελεύθερα τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα, χωρίς να φοβούνται ότι στο μέλλον θα υποστούν ποινικές διώξεις για τις απόψεις τους και τον τρόπο με τον οποίο νομοθετούν.

Εν ολίγοις, προκειμένου να αποτρέπεται η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής με τη συγκέντρωση υπερβολικής δύναμης στα χέρια των εισαγγελέων.

Αυτό, σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνει το βανδαλισμό έργων Τέχνης ή άλλα ποινικά και αστικά αδικήματα. Και όμως, όπως ανοιχτά είπε ο βουλευτής της Νίκης, κάποιοι από τους νομοθέτες μας εκλαμβάνουν την ασυλία αυτή ως «λευκή κάρτα» για να κάνουν περίπου ό,τι γουστάρουν.

Η βουλευτική ασυλία, όμως, δεν είναι η γενεσιουργός αιτία του χαμηλού επιπέδου του πολιτικού μας προσωπικού. Μάλλον το ανάποδο: το πώς την αντιλαμβάνονται κάποιοι δείχνει την ποιότητά τους και την αντίληψη που έχουν για την εξουσία που κατέχουν.

Δεν χρειάζεται πολλή στατιστική ανάλυση για να δει κανείς πόσο χαμηλά φτάνει, συχνά, αυτή η ποιότητα. Υπάρχουν περιπτώσεις που και οι ίδιοι τραβάμε τα μαλλιά μας «με αυτούς που στείλαμε στη Βουλή», το οποίο βέβαια είναι παράδοξο από μόνο του. Διότι, ακριβώς, εμείς τους στείλαμε, δεν πήγαν μόνοι τους.

Η περίπτωση του κυρίου Παπαδόπουλου, του κυρίου Κυριαζίδη, του κυρίου Αυγενάκη, του κυρίου Πολάκη, του κυρίου Παππά (ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ, ή ποιος ξέρει ποιανού) και δεκάδων άλλων που προσβάλλουν με τη συμπεριφορά τους όχι μόνο το αξίωμά τους, αλλά οριζόντια τους θεσμούς, όπως και εκείνους που τους ψήφισαν, θα μπορούσε να είναι εξαίρεση, εάν πολλές εξαιρέσεις μαζί δεν έφτιαχναν, τελικά, έναν κανόνα.

Ο ένας είπε μέσα στη Βουλή σε γυναίκα συνάδελφό του να πάει να κάνει κάνα παιδί, όπως ακριβώς θα έλεγε με τους φίλους του στο καφενείο της γειτονιάς του, στη Δράμα. Μόνο που η Βουλή δεν είναι καφενείο και ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να εκπροσωπείται από καφενόβιους.

Ο άλλος τραμπούκισε υπάλληλο αεροπορικής εταιρείας επειδή δεν τον εξυπηρέτησε άμεσα, ο τρίτος είναι «αψύς Σφακιανός» και αυτό τού δίνει δικαίωμα να προσβάλλει όποιον θέλει, ο παράλλος ανεβάζει στα σόσιαλ ανορθόγραφους λίβελλους και συκοφαντίες και δεν ανοίγει μύτη.

Και όλοι αυτοί επανεκλέγονται. Εν μέρει διότι το «μάγκικο» και «αντισυμβατικό» στιλ εκλαμβάνεται από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ως απόδειξη ισχύος και μαχητικότητας. Ενώ ένα άλλο μέρος του εκλογικού σώματος είναι απόλυτα συμβιβασμένο με την αντίληψη ότι «η εξουσία κάνει ό,τι της αρέσει».

Δεν φταίει μόνο το εκλογικό σώμα, όμως. Σε τεράστιο βαθμό ευθύνονται τα κόμματα και ο τρόπος που επιλέγουν τους υποψηφίους τους, ένας τρόπος απόλυτα ψηφοθηρικός. Κάπως έτσι έχουν μπει στη Βουλή και την Ευρωβουλή ηθοποιοί, τηλεπαρουσιαστές, ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες, ή διάφοροι «φωνακλάδες» που τραβούσαν την προσοχή του κοινού και άλλοι, που είχαν ως βασικό (αν όχι μοναδικό) τους προσόν τα πολλά likes που έπαιρναν στα social media.

Κανείς δεν ασχολείται με τα ουσιαστικά προσόντα όλων αυτών να νομοθετούν για το μέλλον του ελληνικού λαού (έτσι κι αλλιώς το ελληνικό σύστημα πατάει πάνω στη κομματική γραμμή ή και πειθαρχία), για τη μόρφωσή τους, τη διαγωγή τους, την κοινωνική δράση τους, την εν γένει ποιότητά τους.

Το μόνο που απασχολεί είναι πόσα ψηφαλάκια μπορούν να φέρουν. Και προφανώς μπορούν, όταν είναι ήδη διάσημοι για οτιδήποτε πλην του κοινωνικού έργου τους ή της πολιτικής τους άποψης και δράσης. Ή επειδή είναι παραγοντίσκοι στις τοπικές μικροκοινωνίες.

Οι βασικές αντιδράσεις του κόσμου σε κάθε τέτοιο περιστατικό είναι, κατά την άποψή μου, λανθασμένες. Ο κύριος Παπαδόπουλος δεν βανδάλισε τα έργα μόνο «επειδή έτσι κάνουν οι Ακροδεξιοί», ο κύριος Κυριαζίδης δεν είπε αυτά που είπε «επειδή τέτοιοι είναι οι Δεξιοί» και ο κύριος Παππάς δεν γράφει όσα γράφει «επειδή οι Αριστεροί είναι κάφροι».

Η εστίαση στο πολιτικό κόμμα που ανήκει καθένας αποπροσανατολίζει από το βασικό πρόβλημα που είναι ότι επιλέγουμε πολιτικό προσωπικό με εντελώς ασυνάρτητα κριτήρια. Οι δεξιοί δεν βλέπουν τα δικά τους χάλια, οι αριστεροί ομοίως, και αμφότεροι μεταθέτουν το πρόβλημα στον πολιτικό προσανατολισμό και πετάνε την μπάλα στην εξέδρα.

Οσο γράφω αυτό το κείμενο, μαθαίνω ότι ο Πρόεδρος της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, επέβαλε περικοπή μισθού στον κύριο Παπαδόπουλο, κατά 50%, για την επίθεση στην Πινακοθήκη. Σε κάνει να γελάς λίγο.

Ο κύριος Παπαδόπουλος θα έπρεπε να φύγει κλωτσηδόν από τη Βουλή και να του απαγορευθεί να ξαναπεράσει έστω κι απέξω. Και να κρατηθεί και να περάσει Αυτόφωρο και όλα αυτά που θα συνέβαιναν σε σας και σε μένα αν κάναμε το ίδιο πράγμα.

«Το ζητούμενο δεν είναι η κατάργηση της ασυλίας των βουλευτών, αλλά ο εξορθολογισμός της. Το ανεύθυνο του βουλευτή για τη γνώμη ή την ψήφο του είναι διαχρονικά έγκυρο και απαραίτητο. Ως προς το ακαταδίωκτο, λύση μπορεί να αποτελεί η αντιστροφή του κανόνα: Ο βουλευτής να διώκεται, όπως κάθε άλλος πολίτης, εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά η Βουλή», όπως έχει γράψει ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου του Πανεπιστήμιου Αθηνών, Γιάννης Τασόπουλος, στο Syntagmawatch.

Αυτό είναι το ένα, το σχετικά εύκολο να γίνει. Το άλλο, το πολύ δύσκολο είναι να αλλάξουμε μυαλά σε σχέση με το ποιους επιλέγουμε να μας εκπροσωπήσουν. Κόμματα και ψηφοφόροι εξίσου.

Να καταλάβουμε, επιτέλους, ότι δεν τους στέλνουμε στο «Ελλάδα, έχεις ταλέντο» για να μας διασκεδάζουν με τα καμώματά τους, αλλά στη Βουλή των Ελλήνων για να καθορίσουν τις τύχες μας.