«Εγώ δεν ξαναπατάω στο γραφείο, ό,τι θέλουν ας κάνουν!» μου λέει ένας φίλος, συνοψίζοντας την εμπειρία του από δύο χρόνια υποχρεωτικής τηλεργασίας. Ακούγεται σαν Εδμόνδος Νταντές που μόλις δραπέτευσε από τη φυλακή του Ιφ και επιστρέφει τώρα Μοντεχρίστος.
Θέλουμε δεν θέλουμε, η επανάσταση έγινε. Η εργασιακή πραγματικότητα μετατοπίστηκε (έστω διά της βίας). Τουλάχιστον όσον αφορά κάποια επαγγέλματα (γιατί, όπως και να το κάνεις, δεν μπορείς να αλλάξεις κρεβάτια μέσω Zoom, ούτε να πλύνεις πιάτα από το Slack). Μένει τώρα να δούμε τι θα δρέψουμε από αυτό το παράδοξο, το ρευστό «μετά» που ήδη αρχίζει να αχνοφαίνεται.
Δεν υπάρχει one size
Αν κάτι έγινε εμφανές, είναι ότι δεν υπάρχει one size. Ο καθένας πλέον έχει διαφορετική αντίληψη για το πώς θέλει εφεξής τη δουλειά του. Και δίπλα στους «Δεν ξαναπατάω στο γραφείο» έχουν ξεμυτίσει κάμποσες φυλές εργαζομένων.
Είναι, π.χ., οι «Αν δεν μπορώ να δουλέψω remote, απλά ξέχνα το» (ως επί το πλείστον millennials). Είναι οι «Γεννημένοι για το υβριδικό μοντέλο» (μισές ημέρες γραφείο, μισές οικία) και οι «Μισώ τα hot desks γιατί θέλω το δικό μου screensaver». Είναι ακόμα οι ουκ ολίγοι «Επιτέλους πίσω» (κατά κανόνα οι διαβιούντες σε λίγα τετραγωνικά, οι απαυδήσαντες από την κλεισούρα και οι γονείς νηπίων ή εφήβων).
Δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι, είναι και ίδιες οι επιχειρήσεις που εμφανίζονται διχασμένες μπροστά στον θαυμαστό μεταπανδημικό κόσμο. Αρκετές, βέβαια, δεν σκοτίστηκαν και πολύ. Απλώς φώναξαν τους εργαζομένους πίσω, καθώς, σύμφωνα με τον Τζέιμς Γκόρμαν, της Morgan Stanley, «Αφού μπορεί να πας να φας έξω, μπορείς να έρθεις και στο γραφείο».
Το αφεντικό μισεί το remote
Οι Ελληνες εκδηλώνουν την ίδια πρωτόγνωρη αμφιθυμία. Σύμφωνα με μεγάλη πανελλαδική έρευνα της Pulse RC για τη Socialdoo, τον Οκτώβριο του ’20, οι 6 στους 10 νοσταλγούσαν το γραφείο τους (εκεί που δεν ακούγονταν κλάματα μωρών, γαβγίσματα pets και νιαουρίσματα συντρόφων). Αντίθετα, σε πρόσφατη έρευνα (15-22 Ιανουαρίου 2022) της Focus Bari/Υοu Gov, οι 7 στους 10 ψηφίζουν τηλεργασία «δαγκωτό».
Γενικά, όλα δείχνουν ότι εδώ έχουμε ακόμα δρόμο μέχρι να αφομοιώσουμε τα νέα, εξωτικά εργασιακά ήθη. Είναι οι ψηφιακοί ρυθμοί χελώνας. Είναι ότι τα 10 από τα 20 επαγγέλματα με την υψηλότερη απασχόληση στην Ελλάδα δεν έχουν εν έτει 2022 καμία δυνατότητα τηλεργασίας. Είναι ακόμα οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τους μετρημένους υπαλλήλους, που δεν μπορούν να έχουν την «ευελιξία» της πολυεθνικής.
«Στην Ελλάδα θα αργήσουν να δεχτούν την νέα συνθήκη τού “μακριά”, γιατί οι περισσότεροι γηραλέοι μάνατζερ θεωρούν ότι αν δεν είσαι στο γραφείο, λουφάρεις!» μου επισημαίνει 33χρονο στέλεχος πολυεθνικής που εργάζεται στο Λονδίνο. «Είχα έλληνες φίλους που, ακόμη και στη διάρκεια των lockdown, τους υποχρέωναν να δουλεύουν στο γραφείο, χωρίς βέβαια να πλησιάζονται ή να μιλούν μεταξύ τους».
Αυτά είναι προφανώς κατάλοιπα μιας χαλύβδινης εργοδοτικής μενταλιτέ παγκοσμίως: «Θέλω να βλέπω όλους τους ανθρώπους που πληρώνω μαντρωμένους στον ίδιο χώρο».
Αλλωστε, το πολύ remote διαβρώνει την ίδια τη φύση του «γωνιακού γραφείου». Για πολλούς δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να είσαι διευθυντής, μόνο και μόνο για να μοιράζεις δουλειά και να γκρινιάζεις πού και πού για τα deadlines. Σου χρειάζεται ένας φυσικός χώρος να μπινελικώσεις, να τσαλακώσεις το #ΜeToo, να εκσφενδονίσεις τασάκια.
Η φιλοσοφία αυτή ισχύει και από την ανάποδη, με πολλούς εργαζόμενους να νιώθουν ανασφάλεια όταν δεν είναι στον εργασιακό χώρο. Εκφράζουν λοιπόν μια τεράστια ανάγκη να «ζυμωθούν», να ακούσουν τα κουτσομπολιά στην κουζίνα ή πάνω από τον εκτυπωτή, να δουν γενικά «τι παίζει» (σαν τις εργαζόμενες εγκύους παλιά –μπορεί και σήμερα ακόμα– που έρχονταν στη δουλειά μέχρι να γίνουν πολύ συχνές οι συσπάσεις).
Οπως και να το κάνεις, προαγωγή δεν παίρνεις αν ο boss σε βλέπει διαρκώς «παγωμένο» στην οθόνη. Δεν θα το ομολογήσουν φυσικά ποτέ: «Απλώς αποδίδω καλύτερα στο γραφείο».
«Κλείδωσε» η συγχώνευση
Γενικά η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα δεν θα είναι εύκολη. Ούτε καν η προσαρμογή στην παλιά, αφού και η επιστροφή στον φυσικό χώρο εργασίας δεν είναι πικνίκ.
«Πήγα προχθές στο γραφείο ύστερα από καιρό και γύρισα σπίτι εξουθενωμένος» μου αναφέρει χαρακτηριστικά 30χρονος εργαζόμενος σε επιχείρηση ενδυμάτων. «Ξεσυνήθισα. Σαράντα πέντε λεπτά να πάω, σαράντα πέντε λεπτά να γυρίσω, τόση ώρα κουβεντολόι και οπτική επαφή με τόσο κόσμο, γύρισα σπίτι κατάκοπος και έπεσα στον καναπέ» .
Αν κάτι κατέδειξε αυτό το διετές κοινωνικό πείραμα, είναι ότι για όλους, μα για όλους, η προτεραιότητα είναι μία: η ισορροπία ανάμεσα στις δύο ζωές, την εργασιακή και την προσωπική. Παρήλθαν οι εποχές που η μία ρούφαγε το μεδούλι της άλλης. Το lockdown απέδειξε περίτρανα ότι μπορούν ακόμη και να συγχωνευτούν.
Εξ ου και η τεράστια εμμονή εσχάτως με την «ψυχική υγεία» του εργαζομένου. Πολλές πολυεθνικές έχουν φτάσει να κονταροχτυπιούνται πώς θα τον κρατούν ευχαριστημένο. Διότι η πανδημία τον ξύπνησε, του έφερε υπαρξιακές κρίσεις, η ζωή είναι μικρή, σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι, παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω.
Σε ένα πρόχειρο ρεπορτάζ μαθαίνω για προγράμματα well-being, εντατική εκπαίδευση για τη διαχείριση υβριδικών συναντήσεων, καθιέρωση υποχρεωτικών φυσικών επαφών στο γραφείο για όσους δουλεύουν από το σπίτι (για να μη «λαλήσουν» από τον εγκλεισμό), δωρεάν συνδρομές στην εφαρμογή Ηeadspace (για την καταπολέμηση του στρες) και μεγάθυμους κανόνες τoυ προϊσταμένου: «Παιδιά, τις Τετάρτες, 1 με 2, καμία σύσκεψη».
Τι θα μείνει τελικά από όλο αυτό; «Αν μου άφησε ένα πράγμα αυτή η διετία, είναι ότι υπάρχουν και άλλα πράγματα πέρα από τη δουλειά» μου λέει χαρακτηριστικά νομικός σύμβουλος ελληνικής εταιρείας, που δεν έφυγε ποτέ από το γραφείο.
«Εξακολουθώ να δουλεύω τις ίδιες ώρες, με ενδιαφέρει πάντα πολύ αυτό που κάνω… Απλώς στο καθημερινό rating του εγκεφάλου μου αφιερώνω πλέον περισσότερα χρόνο σε άλλα πράγματα. Δεν κάθομαι, όπως πριν, το βράδυ στην τηλεόραση να κοιτάω τα μέιλ μου. Εχω θέση ευθύνης, αλλά καταλαβαίνω πλέον ποια είναι η έννοια του επείγοντος. Δεν είμαι γιατρός. Δεν θα πεθάνει κανείς αν δεν δω ένα μέιλ στη μία τη νύχτα».