Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου υπήρξε μια εμβληματική στιγμή που συνένωσε ψυχικά όχι μόνο τη Γερμανία αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Η ανάδειξη μιας σειράς ανθρώπινων δραμάτων καθώς και της στυγνότητας του ανατολικογερμανικού καθεστώτος που, όπως αποκαλύφθηκε, παρακολουθούσε έναν στους επτά πολίτες του, έθεσε το κατερρέον παραπέτασμα στις πραγματικές, απάνθρωπές του διαστάσεις και οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία πρέπει να είναι μονόδρομος.
Η αυτοπεποίθηση της Δύσης είχε κάθε λόγο να τονωθεί: μια-μια οι περισσότερες ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν να ακολουθήσουν το δυτικό παράδειγμα δημοκρατίας και συνταγματισμού και να προσδεθούν στο ευρωατλαντικό άρμα, αποτινάσσοντας το παρελθόν τους και θέλοντας να «μοιάσουν» στον προηγμένο δυτικό κόσμο. Η ίδια η ενοποίηση της Γερμανίας, υπήρξε ένα τεράστιο πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό εγχείρημα όχι μόνο για τη Δυτική Γερμανία που κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να εξαλείψει τις υστερήσεις της Ανατολικής αλλά και για ολόκληρη την Ενωμένη Ευρώπη που ξεπέρασε τη φοβικότητα του παρελθόντος και συνέδραμε σε αυτή την κατεύθυνση. Εξάλλου, η πτώση του Τείχους και η ενοποίηση της Γερμανίας ένωνε τους οικονομικά φιλελεύθερους, που έβλεπαν την κατάρρευση του καθεστώτος ως κατάρρευση του κρατικού ελέγχου στην οικονομία, τους πολιτικά φιλελεύθερους που εξέφραζαν τον αποτροπιασμό τους για τους περιορισμούς που υφίσταντο οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας, τους εθνιστές των ανατολικών χωρών που δεν άντεχαν τις έξωθεν παρεμβάσεις και την καταπίεση του εθνικού τους αισθήματος από τη Σοβιετική Ένωση αλλά και μερίδα αριστερών που πίστευαν πως μια μη κομμουνιστική αριστερά θα καταστεί εφικτή.
Αυτή η πάνδημη στήριξη της αλλαγής οδήγησε στην αίσθηση πως το δυτικό παράδειγμα δημοκρατίας, κράτους δικαίου και φιλελεύθερης οικονομίας είχε οριστικά επικρατήσει. Το νέο, βεβιασμένο σύνθημα της «παγκοσμιοποίησης» εξέφρασε σε μεγάλο βαθμό την αυτοπεποίθηση και υπεραισιοδοξία των κυβερνώντων κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000. Μόνο που η υπεραισιοδοξία είναι κακός σύμβουλος τόσο για τον πολιτικό και συνταγματικό σχεδιασμό όσο και για τις διεθνείς σχέσεις. Τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, το ευρύτερο θέατρο των εξελίξεων εκείνης της εποχής, η Ευρώπη, γνωρίζει κάτι πρωτόγνωρο για τη μεταψυχροπολεμική της ιστορία: την αμφισβήτηση των βασικών αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που για σχεδόν τριάντα χρόνια πιστέψαμε πως είχαν οριστικά επικρατήσει.
Το νέο μοντέλο της ανελεύθερης δημοκρατίας, κυβερνόν σε Ουγγαρία και Πολωνία, εκμεταλλεύεται τον λαϊκισμό για να επικρατήσει σε περιβάλλον αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και εν συνεχεία χρησιμοποιεί την εξουσία για να περιστείλει ελευθερίες και δικαιώματα των πολιτών, αμφισβητώντας τον θεμέλιο λίθο της πρόσληψης της ιστορίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα, αυτοπαρουσιάζεται ως ο πραγματικός κληρονόμος της πτώσης του παραπετάσματος, θεωρώντας τη μια εμβληματική νίκη του εθνικισμού επί του κομμουνισμού.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δυναμική ενός τέτοιου φαινομένου είναι μεγάλη και κινδυνεύει άμεσα να αποκτήσει χαρακτηριστικά κυβερνησιμότητας σε όλο και περισσότερα κράτη, καθώς μετέρχεται επιδέξια τα κοινοβουλευτικά μέσα. Την κατάσταση επιδεινώνει δυστυχώς η σταδιακή απομείωση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για την Ευρώπη, επί προεδρίας Trump καθώς και η ανάδυση δυνάμεων, όπως η Ρωσία και η Κίνα, που χαρακτηρίζονται από απουσία δημοκρατικής παράδοσης και, στην πρώτη περίπτωση, από ρεβανσιστικά σύνδρομα απέναντι στον δυτικό κόσμο.
Τριάντα χρόνια μετά, η κληρονομιά της πτώσης του Τείχους για την Ευρώπη φαίνεται για πρώτη φορά να αμφισβητείται. Η κατάρρευση όμως των ψευδαισθήσεων για τη μη αναστρεψιμότητα της ιστορικής προόδου και την «οριστική» επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μπορεί να οδηγήσει την Ευρώπη και ευρύτερα τη Δύση σε μια πιο μαχητική υπεράσπιση των δημοκρατικών και δικαιικών της αξιών. Η ιστορία μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε: η αμφισβήτηση μιας ιδέας συχνά οδηγεί σε μια σημαντική βελτίωση του περιεχομένου και της δυναμικής της. Ίσως ήρθε λοιπόν η ώρα να υπερασπιστούμε με μεγαλύτερη πειθώ και δυναμισμό όσα έως τώρα θεωρούσαμε αυτονόητα, γνωρίζοντας πια πως η ιστορία δεν αποδέχεται τέτοιους όρους.