| CreativeProtagon
Απόψεις

Τρία κόμματα, δύο γραμμές, ένα στην κυβέρνηση;

Εδραιώνεται η εικόνα ότι περνάμε σε ένα τρικομματικό σύστημα, καθώς η απόσταση που χωρίζει το τρίτο κόμμα (ΚΙΝΑΛ) από το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) είναι μικρότερη από αυτή που χωρίζει το δεύτερο από το πρώτο (ΝΔ). Στη διαχείριση των μεγάλων ζητημάτων δείχνουν να συγκλίνουν ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, ενώ η ΝΔ συνεχίζει να φλερτάρει με την αυτοδυναμία
Γιώργος Κουβαράς

Τρεις δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και δημοσιεύτηκαν το τελευταίο δεκαήμερο, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβεβαιώνουν ότι ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων δεν αλλάζει, παρά τα νέα δεδομένα που δημιουργεί η κρίση του πολέμου. Ενώ η ανησυχία για τον πόλεμο και την ακρίβεια κινείται σε ποσοστά άνω του 80% – υψηλότερα ακόμη και από αυτά που καταγράφονταν για την πανδημία στο ξεκίνημά της – μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης και παρά τις διαδοχικές κρίσεις και τη σχετική απαισιοδοξία για το μέλλον, η ΝΔ εξακολουθεί να καταγράφει υψηλό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Ταυτόχρονα όμως εδραιώνεται πλέον η εικόνα ότι περνάμε από το δικομματισμό σε ένα τρικομματικό σύστημα, καθώς η απόσταση που χωρίζει το τρίτο κόμμα (ΚΙΝΑΛ) από το δεύτερο (ΣΥΡΙΖΑ) είναι μικρότερη από αυτή που χωρίζει το δεύτερο από το πρώτο (ΝΔ).

Στο γκάλοπ της Marc για το Πρώτο Θέμα στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ παίρνει 32,5%, ο ΣΥΡΙΖΑ 21,2% και το ΚΙΝΑΛ 14,5%. Στο γκάλοπ της Abacus για τον Alpha στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ κινείται μεταξύ 33-36%, ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ 22-25% και το ΚΙΝΑΛ μεταξύ 15-18%. Στο γκάλοπ της Interview για την εφημερίδα Political στην πρόθεση ψήφου η ΝΔ παίρνει 33,5%, ο ΣΥΡΙΖΑ 21,5%και το ΚΙΝΑΛ 16%.

Το πέρασμα από το δικομματισμό στο τρικομματικό σύστημα δεν συντελέστηκε τυχαία, γι’ αυτό πιθανώς να έχει διάρκεια και να καθορίσει τις πολιτκές εξελίξεις. Με έναν περίεργο τρόπο τα τρία συστημικά κόμματα (ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ) πριμοδοτούν μέσα από την πολιτική, εκλογική τους στρατηγική τη διαμόρφωση αυτού του νέου τοπίου. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι μοιάζει… σα να δουλεύουν ο ένας για τον άλλον! Ας δούμε γιατί:

Πρώτον, η κρίση αντί να αποδυναμώνει τη ΝΔ, την ενισχύει, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται λιγότερο αξιόπιστος από τη σημερινή κυβέρνηση στη διαχείρισή της. Άρα ο Τσίπρας, με το κυβερνητικό του παρελθόν και τον τρόπο που πολιτεύεται, «βοηθά» τον Μητσοτάκη.

Δεύτερον, η εκλογή Ανδρουλάκη έδωσε στο ΚΙΝΑΛ μια νέα ευκαιρία που μεγεθύνεται από τον τρόπο με τον οποίο το αντιμετωπίζουν η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη στρατηγική της αυτοδυναμίας, διευκολύνει εντυπωσιακά την απόφαση του Ανδρουλάκη να ακολουθήσει “αυτόνομη πορεία”, αφού δεν του θέτει το δίλημμα της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ, που θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον αρχηγό του ΚΙΝΑΛ. Από την άλλη ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος προτείνει συνεργασία στο πλαίσιο της “προοδευτικής” διακυβέρνησης, ακολουθεί σε βασικά ζητήματα εθνικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής πολιτικής μια στάση που ουσιαστικά ακυρώνει κάθε πιθανότητα συνεννόησης με τον Ανδρουλάκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο στην αγορά των Rafale όσο και στην αποστολή στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία το ΚΙΝΑΛ συντάχθηκε με την κυβέρνηση και όχι με την αντιπολίτευση. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς… Άρα, τόσο ο Μητσοτάκης, όσο και ο Τσίπρας, καθένας για διαφορετικούς λόγους, «βοηθούν» τον Ανδρουλάκη.

Η εικόνα γίνεται πιο αποκαλυπτική αν δει κανείς με προσοχή κάποια ποιοτικά στοιχεία των τελευταίων δημοσκοπήσεων.

Στο γκάλοπ της Marc φαίνεται ότι το 6,8% των ψηφοφόρων της ΝΔ και το 11,8% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 έχουν μετακινηθεί στο ΚΙΝΑΛ. Και το γκάλοπ της Abacus δείχνει ότι το 31% των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ έχουν θετική γνώμη για τον Μητσοτάκη (σχεδόν ένας στους τρεις), ενώ μόνο το 3% έχουν θετική γνώμη για τον Τσίπρα.

Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν ουσιαστικά ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν μετακινηθεί στο ΚΙΝΑΛ δύσκολα θα επιστρέψουν από τον Ανδρουλάκη στον Τσίπρα, ενώ ο Μητσοτάκης έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει ψηφοφόρους του ΚΙΝΑΛ, ίσως σε συνθήκες σκληρού εκλογικού διλήμματος πολιτικής αστάθειας και ακυβερνησίας.

Ενα άλλο στοιχείο που δείχνει γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ δύσκολο να επανακτήσει τη θέση του ισχυρού δεύτερου σε ένα κλασικό διπολικό σύστημα είναι η αξιολόγηση των πολιτών σε σχέση με τις κυβερνητικές δυνατότητες Μητσοτάκη και Τσίπρα. Στο ερώτημα της Marc, «βρισκόμαστε ήδη στον τρίτο χρόνο της κυβέρνησης Μητσοτάκη – ανεξάρτητα από το τι ψηφίζετε, πώς αξιολογείτε συνολικά την έως τώρα θητεία της κυβέρνησης» η θετική και μάλλον θετική αξιολόγηση αθροίζει 45,1%, πολύ πάνω από το εκλογικό ποσοστό της σημερινής κυβέρνησης. Στο ερώτημα, «αν είχε κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις προηγούμενες εκλογές πώς θα ήταν σήμερα τα πράγματα;» το 43,5% των ερωτηθέντων απαντούν χειρότερα, το 32,7% τα ίδια και μόνο το 17,1% πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα.

Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019 πήρε 31,5% και σήμερα, με την ακρίβεια να πιέζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις και το μέλλον να διαγράφεται αβέβαιο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταφέρνει να πείσει μόνο το 17,1% ότι αν κυβερνούσε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα, αντιλαμβάνεται γιατί ο δικομματισμός δοκιμάζεται τόσο σκληρά. Σε ένα δικομματικό σύστημα και ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, θα ήταν αναμενόμενο η φθορά του ενός πόλου – φανερή για τη ΝΔ, που έχει υποχωρήσει σήμερα ευκρινώς από το εκλογικό της ποσοστό του 2019, οπότε είχε λάβει το 39,8% – να οδηγεί αυτόματα στην ενίσχυση του άλλου πόλου.

Στην περίπτωση Μητσοτάκη – Τσίπρα το δίπολο δεν λειτουργεί με τους κλασικούς όρους. Το γεγονός αυτό βοηθά τη ΝΔ να διευρύνει τη διαφορά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν της εγγυάται όμως ποσοστά αυτοδυναμίας. Όσο ο τρίτος πόλος εδραιώνεται στο πολιτικό σκηνικό και όσο η κρίση βαθαίνει, θα δημιουργούνται συνθήκες που θα απαιτούν ευρύτερες συναινέσεις για την αντιμετώπισή της. Ο ένας χρόνος που μας χωρίζει από τη λήξη της συνταγματικής θητείας της κυβέρνησης – εφόσον δεν διεξαχθούν πρόωρες εκλογές – αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για αλλαγές στην πολιτική στρατηγική των πρωταγωνιστών του νέου τρικομματικού συστήματος. Το πρώτο βήμα είναι η συνειδοτοποίηση του νέου τοπίου και το επόμενο η ανάληψη από όλους της ευθύνης για μια πραγματικά σταθερή κυβέρνηση μετά τις επόμενες εκλογές.