Στην Ατλάντα των ΗΠΑ, υπογράφηκε η Διεθνής Συμφωνία Εμπορίου μεταξύ δώδεκα κρατών που βρέχονται από τον Ειρηνικό Ωκεανό (Trans-Pacific Partnership). Τα κράτη αυτά, και πιο συγκεκριμένα οι ΗΠΑ, η Αυστραλία, ο Καναδάς, η Χιλή, η Ιαπωνία, η Μαλαισία, το Μεξικό, το Περού, η Νέα Ζηλανδία, η Σιγκαπούρη, το Μπρουνέι και το Βιετνάμ, αποτελούν περί το 40% του παγκοσμίου ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και συμβάλλουν στο 33% του παγκοσμίου εμπορίου.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική σύμβαση από πολλές απόψεις και παρότι αφορά κράτη που βρίσκονται στο άλλο (κυριολεκτικά) άκρο της υφηλίου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον να την εξετάσουμε, έστω και ακροθιγώς, εδώ.
Κατ’ αρχάς είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί καταδεικνύει την δύναμη του παγκοσμιου εμπορίου και τη δυνατότητα να επηρεάσει, και μάλιστα θετικά, τις ζωές δισεκατομυρίων ανθρώπων σε μια σειρά από τομείς.
Η Συμφωνία καταργεί το 98% των δασμών (επιβαρύνσεις σε προϊόντα εισαγωγής που ανεβάζουν τις τιμές με μόνο σκοπό την προστασία των εγχώριων παραγωγών) σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων (βιομηχανικά, πρώτες ύλες, ενεργειακά και τρόφιμα) και υπηρεσιών. Δημιουργείται έτσι μια τεράστια αγορά κοντά στο 1 δισεκατομύριο καταναλωτές, και δίνονται εξαιρετικές εμπορικές δυνατότητες και ευκαιρείες σε παραγωγούς, κατασκευαστές, εμπόρους και εταιρείες παροχής να ανταγωνιστούν χωρίς τεχνητά εμπόδια και αυξήσεις τιμών που δεν ανταποκρίνονται στο κόστος παραγωγής των προϊόντων και παροχής υπηρεσιών. Η τιμή στην εισαγωγή κρέατος και ζάχαρης, για παράδειγμα, προβλέπεται να μειωθεί από την κατάργηση των δασμών κατά 20%.
Πέραν της κατάργησης δασμών, η Συμφωνία ρυθμίζει σε επίπεδο διεθνούς δικαίου μία σειρά από σημαντικούς τομείς επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως τον τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, της ενέργειας, της αγροτικής παραγωγής, των επενδύσεων, καθώς επίσης το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, τις εργασιακές σχέσεις, τις δημοπρασίες δημοσίων έργων, τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τους τρόπους εξωδικαστικής επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Για όλους αυτούς τους τομείς, η Συμφωνία δημιουργεί κοινούς και σταθερούς κανόνες λειτουργίας και άρα οικοδομεί ένα ισότιμο πλαίσιο λειτουργίας και για κάθε λογής έμπορο και επιχειρηματία από τις ΗΠΑ μέχρι το Περού και το Βιετνάμ.
Η δημιουργία κοινών κανόνων δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη εξομοίωση προς τα κάτω και απορρύθμιση της αγοράς ή των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας, όπως συχνά, πλην όμως ανακριβώς, υποστηρίζεται. Ενδεικτικά στον κρίσιμο τομέα της φαρμακοβιομηχανίας, η διάρκεια μονοπωλιακής προστασίας για τις πατέντες των νέων φαρμάκων ορίζεται γύρω στα 5-7 χρόνια, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τα 12 χρόνια που διακαώς επιθυμούσε και πίεζε το ισχυρό lobby των αμερικάνικων φαρμαβιομηχανιών.
Το δεύτερο εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο, που η Συμφωνία αυτή αναδεικνύει, είναι η δημιουργία κοινών standards νομικού και εμπορικού πολιτισμού. Μία σύγχρονη Esperanto θεσμών και αξιών ώστε λαοί με πολύ διαφορετικούς νομικούς πολιτισμούς και εμπορικές παραδόσεις να συνεννούνται καλύτερα και να εμπορεύονται με μεγαλύτερη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα. Η Συμφωνία δεν εισάγει απλά νομικούς κανόνες – τα κράτη μέλη συμφωνούν και καθορίζουν κανόνες συμπεριφοράς για κρίσιμα ζητήματα πέραν του εμπορίου, όπως το περιβάλλον, η προστασία της δημόσιας υγείας και οι εργασιακές σχέσεις.
Τέλος, και επίσης αξιοσημείωτο, είναι το γεγονός της δημιουργίας ενός συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης (global governance) μέσα από μία σειρά από πολυμερείς συμβάσεις εμπορικής φύσης και περιεχομένου. Η τρέχουσα περίοδος είναι εξαιρετικά γόνιμη και παραγωγική με τη σύναψη ανάλογης Εμπορικής Συμφωνίας το 2014 μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και Καναδά (Comprehensive Economic Trade Agreement, με παρεμφερές περιεχόμενο την ΤΤΡ), και με τις υπό διαπραγμάτευση εμπορικές σύμβασεις μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (Transatlantic Trade International Partnership), ΕΕ και Σιγκαπούρης, και ΕΕ και Κίνας. Η οικοδόμηση ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος παγκόσμιας διακυβέρνησης με σκοπό την εμπέδωση της παγκόσμιας ειρήνης και τη δημιουργία συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, αποτέλεσε ζητούμενο ήδη από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, εστιάζοντας στη δημιουργία μόνιμων υπερεθνικών θεσμών, όπως τα Ηνωμένα ¨Εθνη, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice), η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το φιλελεύθερο όραμα για πακόσμια ειρήνη με τη βοήθεια μόνιμων υπερεθνικών θεσμών δυστυχώς δεν ευοδώθηκε ποτέ.
Φυσικά, διεθνείς συμβάσεις εμπορικού χαρακτήρα συνιστούν λιγότερο φιλόδοξη προσπάθεια για τη ρύθμιση ζητημάτων ασφάλειας και ειρήνης σε σχέση με τις προσπάθειες σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, διεθνών σχέσεων και διπλωματίας. Εν τέλει όμως μπορεί να αποδειχτούν πιο αποτελεσματικές ακριβώς γιατί στοχεύουν όχι τόσο στη δημιουργία διεθνών κανόνων για διαχείριση διακρατικών κρίσεων, όσο στη δημιουργία ενός minimum αξιακού συστήματος για οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές.
Φυσικά, η Σύμβαση αυτή, όπως και η ανάλογη Συμβάση μεταξύ ΕΕ και Καναδά και η επικείμενη Σύμβαση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, έχουν δεχτεί σφοδρή κριτική από φωνές αντιδραστικές, που επιμένουν να αντιστρατεύονται οποιαδήποτε προσπάθεια για ανάδειξη ενός παγκόσμιου πολιτισμού και να δαιμονοποιούν οποιαδήποτε διεθνή συνθήκη για λόγους αρχής, με το επιχείρημα ότι συμβάλλουν στη δημιουργία ενός καπιταλιστικά ομογενοποιημένου κόσμου σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας. Όμως, όπως έχουμε υποστηρίξει σε παλιότερο κείμενο, ο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας είναι άκρως ενθαρρυντική εξέλιξη που προωθεί τον παγκόσμιο πολιτισμό από τη μονομέρεια στην πολυμέρεια και την αναχρονιστική δομή των κρατών-πόλεων (μια δομή που αναδείχτηκε μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648) στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση και συνεργασία.
*Ο Σταύρος Μπρεκουλάκης είναι τακτικός καθηγητής του Διεθνούς Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Queen Mary University of London.