Διαπιστώνω συχνά τελευταία, πως όταν επικρίνω τη στάση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να μη συναινεί σε τίποτε, ακόμη και σε θέματα για τα οποία η ίδια είχε διατυπώσει κατά καιρούς ταυτόσημες ή παρεμφερείς θέσεις (Μακεδονικό, Συνταγματική Αναθεώρηση), η απάντηση που παίρνω από αρκετούς που ευθυγραμμίζονται με κάθε απόφαση της ΝΔ λέει (εκτός του ότι είμαι φιλο-ΣΥΡΙΖΑ) πως αυτό δεν είναι το μείζον ζήτημα –το ζήτημα είναι να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Για κάποιους, λοιπόν, το μείζον φαίνεται πως δεν είναι οι πολιτικές θέσεις, αλλά ποιος θα κάθεται στην καρέκλα της εξουσίας: οι «δικοί μας» ή «οι άλλοι»; «εμείς ή αυτοί;» Πρόκειται για την αποθέωση της αντίληψης της πολιτικής ως κυνικού αγώνα για την εξουσία και για την απαξίωση της αντίληψης της πολιτικής ως δράσης για την επίλυση προβλημάτων για το κοινό καλό.
Κι όμως, αυτή η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης οδήγησε στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Για να θυμηθούμε μερικά παραδείγματα των τελευταίων 20 χρόνων: ο Καραμανλής έκανε ό,τι μπορούσε για να ρίξει τον Σημίτη. Δύο ημέρες μετά το Ελσίνκι (που σήμερα όλοι αντιλαμβανόμαστε ως τεράστια εθνική επιτυχία), στις 15 Δεκεμβρίου του 1999, ο Κώστας Καραμανλής κατηγορούσε την κυβέρνηση για «εγκατάλειψη πάγιων εθνικών θέσεων» και ο Προκόπης Παυλόπουλος κατήγγειλε τη «νέα εθνική και επώδυνη υπαναχώρηση». Eπρεπε, βλέπετε, να ηττηθεί με κάθε τρόπο ο Σημίτης για να επανιδρυθεί το Κράτος –τελικά είδαμε τι επανιδρύθηκε, η φαρμακευτική δαπάνη!
Στη συνέχεια, ο Παπανδρέου δεν έδωσε καμία ανάσα στα δύσκολα στον Καραμανλή αλλά ούτε καν στα εύκολα. Oπως για παράδειγμα στο θέμα της συνταγματικής τροποποίησης για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, της οποίας ο ίδιος εξάλλου ο Παπανδρέου ήταν υπέρμαχος –σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος ήταν εκείνος ο πρωτοκλασάτος συνταγματολόγος που είχε πρωτοστατήσει από πλευράς ΠΑΣΟΚ σε αυτή την ανόητη άρνηση μόνο και μόνο για λόγους εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Μήπως οι κήνσορες του αντι-συριζαϊσμού μπορούν να με βοηθήσουν;
Ο Σαμαράς πάλι, κι ενώ η χώρα είχε φτάσει στα βράχια, οργάνωνε «αντιμνημονιακά μέτωπα». Δεν θα ξεχάσω δε ότι έδωσε δημοψηφισματικό χαρακτήρα στις περιφερειακές εκλογές του 2010 και οδηγίες στους υποψηφίους του κόμματος του ενόψει του δεύτερου γύρου να έρχονται σε επαφή μόνο με αντιμνημονιακούς υποψήφιους. Δηλαδή, για παράδειγμα, ο Κικίλιας συναντήθηκε με τον αντιμνημονιακό Αλέξη Μητρόπουλο αλλά όχι με τον μνημονιακό Αδωνη Γεωργιάδη. Τρέλες!
Για τον Τσίπρα δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο κυνισμός συνδυαζόταν με την εσχατολογικής προέλευσης ιδεολογική αφέλεια της μετα-κομμουνιστικής Αριστεράς. Από την άλλη ο Μητσοτάκης, από την πρώτη ημέρα της εκλογής του στην ηγεσία της ΝΔ, ζητάει εκλογές.
Η βασική συνταγή «να φύγουν αυτοί και θα τα βρούμε» κρύβει τέσσερις βασικές παθογένειες: α) μικρό ενδιαφέρον για τα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής, β) περιφρόνηση για την αξία των πεποιθήσεων, γ) κομματική αδιαλλαξία και πόλωση , δ) αδημονία για την εξουσία, που συνιστά το προθάλαμο για πελατειασμό και διαφθορά. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι πως αποκαλύπτει τη βαθιά φιλαυτία των κακομαθημένων ελληνικών πολιτικών ελίτ και κάποιων ανασφαλών συμβούλων τους. Η παραμικρή υποψία πως κάτι μπορεί να αποβεί εκλογικά εις βάρος τους και υπέρ των αντιπάλων τους (συμπεριλαμβανομένων των εσωκομματικών) τους αποσταθεροποιηθεί.
Ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Με τέτοιες λογικές, που κυριαρχούν ακόμη και σε μορφωμένους ανθρώπους (αν και η μόρφωση δεν προστατεύει ούτε από τον φανατισμό ούτε από την ιδιοτέλεια) η χώρα φθηνά τη γλίτωσε. Βέβαια, αν δεν ήταν οι Ευρωπαίοι και η Τρόικα να επιβάλλουν δια πυρός και σιδήρου στους έλληνες πολιτικούς τις (όποιες) μεταρρυθμίσεις είναι ζήτημα τι θα είχαμε απογίνει.
Τελικά, να ’ναι καλά, ο γερο-Σόιμπλε που είχε την ακριβώς αντίθετη αρχή από το «ή εμείς ή αυτοί», γεγονός που απογοήτευσε πολλούς στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ στρατόπεδο οι οποίοι νόμιζαν πως ο Σόιμπλε είχε βάλει σκοπό της ζωής του να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα, ένας τέτοιος απογοητευμένος πολιτικός μου είχε εξομολογηθεί με θλίψη: αισθάνομαι σαν Νοτιοβιετναμέζος που βλέπει τους Αμερικανούς να τον εγκαταλείπουν λίγο πριν πέσει η Σαϊγκόν στους κομμουνιστές!
Ο Σόιμπλε όμως ήξερε. Η δημοκρατία δεν είναι εμφύλιος πόλεμος. Στη δημοκρατία δουλεύεις με ό,τι «υλικό» έχεις διαθέσιμο. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Αν παίρνεις τοις μετρητοίς την κάθε αντιπολίτευση και τις υποσχέσεις της, και περιμένεις μη κάνοντας τίποτε, τότε απλώς σκορπάς τον χρόνο σου και διακινδυνεύεις το καλό της χώρας σου. Κάπως έτσι σώθηκε η χώρα από το γκρεμό τα χρόνια 2010-2015. Οι ανόητοι ακόμη αναμένουν την «επανίδρυση του Κράτους», τα «Ζάππεια» και το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης».
* Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας