Ποιος θα ήθελε να είναι μαθητής κατά τη διάρκεια της πανδημίας; Σχολεία και παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο πέρασαν από σαράντα κύματα, με την εκπαίδευση να καταλήγει λαβωμένη όσο ποτέ άλλοτε. Τα απόνερα της δοκιμασίας αυτής φαίνεται ότι κλυδωνίζουν ακόμη τη σχολική πραγματικότητα: δημοσίευμα του Guardian αποκαλύπτει ότι η πανδημία διατάραξε εν τέλει τη σχέση παιδιών – σχολείου. Στην Αγγλία, ένα στα πέντε παιδιά εμφανίζονται να απουσιάζουν συστηματικά κατά τη διάρκεια της τελευταίας σχολικής χρονιάς.
H Covid, καθώς και άλλες ασθένειες, αναφέρονται ως βασικές αιτίες, αναδεικνύοντας τον παράγοντα της υγείας ως τον πλέον βασικό, τουλάχιστον επιφανειακά. Το ποσοστό των μαθητών που μένουν «εκτός» σχολείου είναι, μάλιστα, σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο προ πανδημίας.
Το περίεργο είναι ότι οι μαθητικές απουσίες καταγράφονται την τελευταία ημέρα της σχολικής εβδομάδας. Τις Παρασκευές αδειάζουν θέσεις στις σχολικές τάξεις. Προ Covid δεν υπήρχε τέτοιο φαινόμενο, και πάντως όχι στην ίδια ένταση. Μαθητές, συνήθως από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, πάντα συνήθιζαν να «λείπουν», το πολύ όμως να απουσίαζαν ένα-δυο παιδιά: η τάξη δεν έδειχνε αποδεκατισμένη.
Ποια είναι η αιτία; Σε μεγάλο βαθμό, η απώλεια της έννοιας της κανονικότητας. Τι ήταν το αναμενόμενο προ πανδημίας; Οτι ο μαθητής, η μαθήτρια, κάθε μαθητής και κάθε μαθήτρια θα έδιναν καθημερινά το «παρών» στο σχολείο. Ο δεσμός του παιδιού με τη διαδικασία της εκπαίδευσης ήταν άρρηκτος. Ομως ο δεσμός αυτός έσπασε, λένε ειδήμονες, και μαζί του ανετράπησαν νόρμες και κοινωνικές προσδοκίες.
Τώρα, πλάι στα μαθησιακά κενά και τις δυσκολίες (τα αποτυπώνει καθαρά μελέτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών υπό τον τίτλο «The State of the Global Education Crisis: A Path to Recovery»), προστίθεται ακόμη ένα πρόβλημα, η «απόσταση» από το σχολείο. Βαθαίνει το τραύμα της πανδημίας;
Το ελληνικό σχολείο
Η γενιά που έζησε την πανδημία μέσα από τις οθόνες της τηλεκπαίδευσης δεν θεωρείται τυχερή – το μέλλον θα δείξει πώς θα πορευθεί. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για μια γενιά που μεγαλώνει υπό πίεση διαρκή, μπαίνοντας από τη μία κρίση στην άλλη: την κλιματική αλλαγή, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή φτώχεια…
Πρόκειται για παιδιά και εφήβους που κρύφτηκαν πίσω από οθόνες, που στράφηκαν, ιδίως την περίοδο των lockdown, στα τάμπλετ και στα κινητά τους, στο Διαδίκτυο και στους κινδύνους του, αντιμετωπίζοντας ακόμη και συναισθηματικές διαταραχές: άγχος, θυμό, επιθετικότητα (τα περιστατικά βίας στα σχολεία είναι πλέον σημαντικά περισσότερα), καταθλιπτικά συμπτώματα, ενίοτε και απόσυρση.
Παρά τα όποια προβλήματα και τις αναρίθμητες προκλήσεις, όμως, στην ελληνική πραγματικότητα το σχολείο μοιάζει με κοινωνική σταθερά. Μπορεί να μην είναι ίδιο (η εξ αποστάσεως διδασκαλία αποτελεί καταφύγιο ακόμη και όταν απλώς χιονίζει), δεν έχει ωστόσο πάψει να διατηρεί τη θέση που είχε και προ πανδημίας στη ζωή των παιδιών.
Τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του ο Γενικός Γραμματέας Πρωτοβάθμιας – Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Ειδικής Αγωγής του υπουργείου Παιδείας Αλέξανδρος Κόπτσης αποτυπώνουν καθολική επιστροφή των παιδιών στο σχολείο, με απουσίες λιγότερες, μάλιστα, από πέρυσι, όταν οι σχολικές αίθουσες έμεναν ανοιχτές και η Covid καιροφυλακτούσε.
«Τα παιδιά επιζητούσαν το σχολείο και την κοινωνικοποίηση που αυτό συνεπάγεται» λέει ο κ. Κόπτσης στο Protagon. «Η επιστροφή των μαθητών επέτρεψε και σε εμάς αλλαγές και νέες εφαρμογές στο σχολείο, όπως τα σετ ρομποτικής, οι διαδραστικοί πίνακες και θεσμικές καινοτομίες, όπως είναι οι παιδαγωγικοί σύμβουλοι-μέντορες».
Μελέτες που έχει εκπονήσει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής καταδεικνύουν, άλλωστε, πολύ μεγάλη συμμετοχή των μαθητών και κατά την περίοδο της τηλεκπαίδευσης. Ο Ευάγγελος Μαυρικάκης, εκπαιδευτικός -σύμβουλος Α’ του Ινστιτούτου, ορίζει το ποσοστό αυτό σε άνω του 90%, διευκρινίζοντας ότι άπαντες, εκπαιδευτικοί και γονείς, αντιμετωπίζουν τη μεσολάβηση της οθόνης στην εκπαιδευτική διαδικασία αποκλειστικά και μόνο ως λύση ανάγκης.
«Η διδακτέα ύλη καλύφθηκε, πλην όμως οι εκπαιδευτικοί δεν μπορούσαν να γνωρίζουν αν και κατά πόσο εμπεδώθηκε από τους μαθητές», σημειώνει, «ως εκ τούτου καταρτίσαμε έναν οδηγό προς τους εκπαιδευτικούς για τακτές επαναλήψεις, εφιστώντας την προσοχή τους και σε ζητήματα ψυχικής υγείας που εντοπίστηκαν αυξημένα – στρες, αποξένωση κ.τ.λ.».
Οι απώλειες και οι Ρομά
Η Αργυρούλα Καραγεώργου, διευθύντρια στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Αγίων Αναργύρων, τονίζει ότι η επιστροφή των παιδιών –στη συντριπτική πλειονότητά τους– στους κόλπους της σχολικής κοινότητας έχει εδραιωθεί με τρόπο εντυπωσιακό. «Τα παιδιά, παρά τη μικρή τους ηλικία, προσαρμόστηκαν άριστα στη μετα-Covid εποχή, όπως άριστη ήταν και η προσαρμογή τους στα μέτρα προφύλαξης ενόσω τα σχολεία παρέμεναν ανοιχτά. Στο δικό μας σχολείο αξιοποιούμε, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό και δράσεις Πολιτισμού, γιορτές, θεατρικά δρώμενα κ.τ.λ., για να διατηρήσουμε δυνατό τον σύνδεσμο των μαθητών με το σχολείο, για να παραμείνει ελκυστικό το σχολικό ωράριο.
»Οι όποιες διαρροές προκύπτουν συνήθως από την κοινότητα των Ρομά, στο πλαίσιο ενός φαινομένου που δεν είναι σημερινό, ούτε ασφαλώς οφείλεται μόνο στην πανδημία. Πάντα ήταν πρόβλημα η απουσία κάποιων εξ αυτών των παιδιών, η συστηματική παρακολούθηση του σχολικού προγράμματος συνιστά συνήθως κατάκτηση.
»Νομίζω πάντως ότι η διαφοροποίηση της βρετανικής από την ελληνική πραγματικότητα έχει να κάνει και με τον αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης της κρίσης στα καθ’ ημάς: τον εμβολιασμό, την εξάλειψη του φόβου με μέτρα προστασίας από την Πολιτεία. Εμείς εξακολουθούσαμε να φοράμε μάσκες όταν πολλές χώρες τις είχαν κιόλας εγκαταλείψει.
»Θα πρόσθετα στον προβληματισμό αυτόν και μια παράμετρο ανθρώπινη, που γεννήθηκε εξαιτίας της Covid, μέσα στην Covid: είχαμε και έχουμε να διαχειριστούμε την απώλεια μελών της οικογένειας των παιδιών. Τον αιφνίδιο και σοκαριστικό για όλους, πόσο μάλλον για τα παιδιά, θάνατο γονέων. Δεν είναι καθόλου απλό…».
Πηγή που θέλει να παραμείνει ανώνυμη σημειώνει ότι «συνήθως, μεγαλύτεροι μαθητές είναι αυτοί που απουσιάζουν συστηματικά, και για λόγους που έχουν να κάνουν με αυτή καθαυτή την εκπαιδευτική διαδικασία και δη τις εξετάσεις. Το γεγονός ότι πολλοί γονείς εργάζονται πλέον από το σπίτι φαίνεται πως διαδραματίζει και αυτό κομβικό ρόλο, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να έχουν άμεση εποπτεία και φροντίδα των ανηλίκων. Οταν το άλλοθι είναι το διάβασμα, είναι αρκετοί οι γονείς που δεν διστάζουν να μη στείλουν το παιδί σχολείο.
»Οι καταγγελίες που είχαμε την περίοδο της Covid, κυρίως στις αρχές του 2022, για μη συστηματική φοίτηση παιδιών στο σχολείο με αφορμή τα μέτρα της κυβέρνησης κατά της πανδημίας, π.χ. τις μάσκες, έφθιναν με τον χρόνο. Είχαν να κάνουν κυρίως με τις προσωπικές πεποιθήσεις γονέων και όχι με τη σχέση σχολείου – παιδιού».
Η ίδια πηγή προσθέτει ότι «πάντοτε, αυτοί που πλήττονται περισσότερο από τις μεγάλες αλλαγές και τις καταστάσεις έκτακτης ανάγκης είναι μη προνομιούχοι, κυρίως μέλη μειονοτήτων, πρόσφυγες, παιδιά από περιβάλλοντα κακοποιητικά. Ερευνα που έχει διεξαχθεί από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού κατέδειξε ότι ακόμη και στην τηλεκπαίδευση υπήρχαν δύο ταχύτητες, καθώς οι συνθήκες συμμετοχής των παιδιών δεν ήταν ίδιες. Σημαντικό ποσοστό παιδιών συμμετείχε, φερ’ ειπείν, στην τηλεκπαίδευση σε κοινόχρηστο χώρο του σπιτιού ή και από κοινού με άλλα μέλη της οικογένειάς τους.
»Παρότι οι ερωτηθέντες σε μεγάλο ποσοστό αξιολόγησαν θετικά τη συνεργασία τους με το σχολείο, οι περισσότεροι δήλωσαν ότι ουδέποτε παρέλαβαν σχετικό τεχνολογικό εξοπλισμό. Από την άλλη πλευρά, ποιος δεν ξέρει ότι παιδιά όλων των ηλικιών που ζουν σε δομές φιλοξενίας προσφύγων ανά την Ελλάδα δεν συμμετείχαν στην τηλεκπαίδευση;».
Ο κανόνας θέλει, σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά να είναι κοντά στο σχολείο. Ισως γιατί το σχολείο είναι φετίχ κοινωνικό για τους έλληνες γονείς. Ισως γιατί η εκπαίδευση αποτελεί για την ελληνική κοινωνία το μοναδικό μονοπάτι προόδου και κοινωνικής κινητικότητας, κυρίαρχη ελπίδα για το αύριο.