Θα ξεκινήσω από την διαπίστωση ότι ο κόσμος μας δεν ήταν ποτέ καλύτερος από τον σημερινό. Ποτέ και πουθενά στον πλανήτη οι κοινωνίες -εκτός από συγκεκριμένες εμπόλεμες ζώνες- δεν απολάμβαναν μία καλύτερη ζωή από αυτή που έχουν σήμερα.
Για να φτάσει κανείς στην παραπάνω θέση, θα πρέπει να έχει προηγηθεί στον εγκέφαλό του μια σειρά από επαγωγικές σκέψεις. Ειδικές προσεγγίσεις (στα αγαθά, στις υπηρεσίες, στο βιοτικό επίπεδο, στην ασφάλεια, στην δημοκρατία, στην καθημερινότητα, στην εκπαίδευση, στο κράτος πρόνοιας κτλ) που θα τον οδηγήσουν σε ένα θεμελιώδες συμπέρασμα για την βέλτιστη κατάσταση της ανθρωπότητας σήμερα.
Γιατί όμως, σε πολλές κοινωνίες, με έντονα στοιχεία νεωτερικότητας -όπως η δική μας- συναντά κανείς ανθρώπους που εξεγείρονται υπέρ του παρελθόντος, καταδικάζοντας το παρόν; Γιατί το ποσοστό της ημιμάθειας βρίσκεται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Αν υιοθετήσουμε μάλιστα μία πιο καυστική προσέγγιση, θα δούμε ότι η σχέση του «ηλιθίου» -όλοι μας έχουμε τη δόση μας- με το παρελθόν είναι «αναλγητική». Το χρησιμοποιεί πάντα ως «παυσίπονο» για την δυσανεξία του στο παρόν. Η αδυναμία του δεν του επιτρέπει να καταλάβει πως η φυσική προδιάθεση προς την λήθη ωραιοποιεί όσα πέρασαν και δραματοποιεί όσα συμβαίνουν τώρα. Γενικότερα, η στατική του αντίληψη για τον χρόνο τον καθηλώνει και εξάπτει τις επικίνδυνες φαντασιώσεις του που λειτουργούν ως άλλοθι για την ανευθυνότητα του παρόντος…
Επομένως, η γιαγιά που άφησε το χωριό της για να έρθει στην Αθήνα, αναπολεί πόσο ωραία ήταν τότε και πόσο άσχημα σήμερα. Ξεχνάει βέβαια πολλά. Το ξύλο που έτρωγαν οι γυναίκες στο σπίτι, τον αποκλεισμό τους από την εκπαίδευση, την αυτοδικία ως μέσο επίλυσης διαφορών, τον σκοταδισμό της θρησκείας, την εξαθλίωση πολλών ανθρώπων που ζούσαν σε ένα δωμάτιο και την βαρβαρότητα των συνθηκών.
Αν όμως αυτό ίσχυε μόνο για τις μεγάλες ηλικίες, θα ήταν φυσιολογικό. Και οι σύγχρονες γενιές στέκονται με ιδιαίτερο θράσος απέναντι στην πραγματικότητα. Η ημιμάθεια ως παράγωγο ενός άθλιου εκπαιδευτικού συστήματος δημιουργεί κακομαθημένους πολίτες. Αφήνω στην άκρη την κοινωνική αλλοτρίωση και την κακή σχέση με το εργασιακό περιβάλλον.
Επιμένω στην αδυναμία των ημιμαθών να σταθούν μέσα σε μία ποιοτική δημοκρατία με αξιώσεις συνεχούς βελτίωσης της κοινωνίας. Ο ημιμαθής άνθρωπος είναι αναμφισβήτητα πολύ χειρότερος από τον αμαθή. Αποτελεί παράγωγο του καταναλωτικού συστήματος που τον διαπαιδαγωγεί ως πελάτη και όχι ως αξιότιμο μέλος μιας κοινωνίας όπου η αγορά συμπορεύεται με την πολιτεία σε μία σχέση αμοιβαιότητας και ισορροπίας.
Αργά ή γρήγορα, η δικτατορία των ημιμαθών -όχι των αμαθών που ανέφερε ο καθηγητής Δερτιλής στους Δελφούς- θα καταστρέψει τον κόσμο. Αν δεν αλλάξουμε τα εκπαιδευτικά συστήματα και δεν ορίσουμε προϋποθέσεις σε μία σύγχρονη δημοκρατία, όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας και δεν εκτιμούμε, δεν θα υπάρχουν πια για να ενθαρρύνουν την αχαριστία του ημιμαθούς.
Χρειαζόμαστε ένα σχολείο και μια δημοκρατία με προϋποθέσεις. Ανοικτά σε όλους αλλά με προϋποθέσεις! Με αυστηρές βαθμολογίες, με αξιοκρατικά κριτήρια και με δασκάλους που δεν πιστοποιούν απλώς το πτυχίο και τις πενιχρές γνώσεις τους. Και ταυτόχρονα ένα πολίτευμα που θα δίνει την δυνατότητα και στον τελευταίο άνθρωπο από το πιο μακρινό χωριό να αποδείξει πόσο σημαντικός είναι για την πολιτεία. Ένα πολίτευμα ανοιχτό σε όλους αλλά αυστηρό στις προϋποθέσεις. Και όχι πελατειακό και «αγοραίο» για τα ταπεινά ένστικτα του ημιμαθούς ψηφοφόρου που γοητεύεται από αφηγήσεις, συνθήματα και εικόνες.
Όπως είπε και η Αρβελέρ στους Δελφούς «οι βάρβαροι είναι ντόπιοι και εντός των τειχών». Είναι δίπλα μας, μπορεί να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι μές την αλαζονεία μας.
Το θράσος των ημιμαθών θα καταστρέψει κάποτε τον κόσμο. Έχουμε όλα τα μέσα να το αποτρέψουμε, βοηθώντας πρώτα τους ίδιους να ξεφύγουν από τα τείχη τους. Ας το κάνουμε πριν είναι πολύ αργά…