Η εκδοχή του Αντώνη Σαμαρά για την πραγματικότητα είναι ανατριχιαστική: ο εν ενεργεία Πρωθυπουργός, ένα στέλεχος της κυβέρνησης και τρεις δικαστικοί συνωμότησαν προκειμένου να συνδέσουν πολιτικούς αντιπάλους με την ελληνική πτυχή ενός διεθνούς σκανδάλου.
Αυτό, αν το πω εγώ ή εσείς, θα περάσει σαν να μην ακούστηκε. Οταν όμως το αποτυπώνει σε δικόγραφο ένας πρώην Πρωθυπουργός, αποκτά θεσμική βαρύτητα. Αν μη τι άλλο, δεν υπάρχει και ιστορικό προηγούμενο σε κάτι τέτοιο. Ενας πρώην Πρωθυπουργός να μηνύει τον εν ενεργεία, μαζί με υπουργό και δικαστικούς λειτουργούς.
Δεν γνωρίζω πώς εξελίσσονται νομικά αυτά τα πράγματα, πλην όμως, όταν η υπόθεση πάρει τον δρόμο της, είναι ο Αντώνης Σαμαράς που πρέπει να αποκαλύψει -με στοιχεία και αποδείξεις- τη συνωμοσία. Μη ξεχάσουμε τα στοιχειώδη, όπως έκανε και ο υπουργός Εξωτερικών που δήλωσε ότι οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο Novartis οφείλουν να αποδείξουν την αθωότητά τους. Διαθέτει ο Σαμαράς τα σχετικά στοιχεία; Δεν ξέρουμε τι διαθέτει ή τι μπορεί να αποκαλύψει στη συνέχεια, αν όμως έχει τώρα αποδείξεις για τη σκευωρία καλόν είναι να τις εμφανίσει, μήπως και γλιτώσουμε από ανθρώπους που θα θεωρούνται αποδεδειγμένα επικίνδυνοι.
Η μήνυση του Αντώνη Σαμαρά δείχνει σήμερα ως θεσμικά άστοχη ενέργεια. Ο ίδιος θα ισχυριστεί ότι, πέρα από την πολιτική καταγγελία και την αυτονόητη ανάγκη για υπεράσπιση της τιμής του, η μήνυσή του ασκεί πίεση για την αποκάλυψη στοιχείων. Μόνο που κανένας δεν θα παραγγείλει άρση απορρήτου επικοινωνιών και ηλεκτρονικής αλληλογραφίας βασιζόμενος σε μία μήνυση, χωρίς απτές ενδείξεις. Ομως το μείζον δεν βρίσκεται εκεί. Είναι εξαιρετικά σκληρό, ως και σοκαριστικό, ένας πρώην Πρωθυπουργός να δηλώνει προς τον λαό ότι στη χώρα υπάρχει μία συμμορία στην οποία συμμετέχουν ο Πρωθυπουργός και δικαστικοί λειτουργοί.
Ο πολίτης που θα δεχθεί την εκδοχή Σαμαρά έχει πλέον κάθε λόγο να επιδεικνύει εμπράκτως την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη Δικαιοσύνη και τους πολιτικούς θεσμούς. Αυτό που λέει ο Αντώνης Σαμαράς προς τον μέσο πολίτη είναι πως, σε αυτή τη χώρα, τα πάντα μπορούν να «στηθούν», ενδοιασμοί δεν υπάρχουν ούτε από τον Πρωθυπουργό, ούτε από τους εισαγγελείς, τους διώκτες του εγκλήματος. Και, μετά, ο μέσος πολίτης είναι λογικό να αναρωτηθεί αν αυτά ξεκίνησαν τώρα ή μπορούσαν να συμβούν και πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, δηλαδή επί Σαμαρά.