Ηταν λίγο μετά τη μεταπολίτευση, τότε που ακόμη και από το Κολωνάκι κατέβαιναν για ρεβεγιόν στη μπουάτ Λήδρα με τα Αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα. Ενα αμπέχωνο, μια υψωμένη γροθιά και ένας αντιμπεριαλιστικός στίχος σε έκαναν τραγουδιστή στο πι και φι. Οψιμο τέκνο εκείνης της μουσικής οργής και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ρίμαρε, στο τραγούδι «Τρίτος Παγκόσμιος», το τραστ με το κραχ και τα τανκς με τον Μαρξ, είχε και εκείνη τη σεξουαλικότητα της αψάδας και της επανάστασης και να ‘τος ο νέος σταρ του αντικομφορμιστικού ερωτισμού.
Τα άτιμα τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, οι κυβερνήσεις άλλαξαν, οι φωτιές της επανάστασης έγιναν φλόγα από κερί με άρωμα κανέλας, μα ο Βασίλης έμεινε. Μεταξύ μας, ήταν μάλλον και ο καλύτερος από εκείνη την επέλαση των αμπέχωνων. Και ως τραγουδιστής και ως συνθέτης.
Καβάλα στο ηθικό πλεονέκτημα εκείνου που στάθηκε μακριά από το σταρ σίστεμ, να στέλνεις χαιρετίσματα στην εξουσία. Με κάμποσα ωραία τραγούδια – να τα λέμε κι αυτά. Και με μια μαγιά κοινού που μένει σταθερή τέσσερις δεκαετίες
Ετσι, όταν πια αυτή η αόριστη επανάσταση εξήντλησε τα αποθεματικά της, ο Βασίλης άρχισε να ροκάρει. Φυσική εξέλιξη; Οk! Να το δεχθώ. Εξάλλου το στάιλινγκ του Τσε Γκεβάρα των συναυλιών δεν απέχει και πολύ από αυτό του ροκά. Αντε το τζιν παντελόνι να γίνει δερμάτινο. Το ιδρωμένο μακό μένει πάντα ίδιο. Oπως και τα μαλλιά σγουρά, μαλλιά κοράκου χρώμα – σαράντα χρόνια τώρα. Το ότι μια εποχή ήταν στο κομοδινί του παλίσανδρου πριν ξαναγίνουν το μαύρο της Σαπουντζάκη μπορεί να εκληφθεί ως κομμωτηριακό ατύχημα. Πάντως, όπως και να ‘χει, τη δεκαετία του 1990, ο Παπακωνσταντίνου δήλωνε πως δεν είχε ακόμη αφομοιώσει το Γούντστοκ.
Σαράντα χρόνια λοιπόν «Βασίλη ζούμε για να σε ακούμε». Και να σε καμαρώνουμε. Πρώτο τραπέζι πίστα στα φεστιβάλ της ΚΝΕ. Ανένταχτο ροκά σε κατάμεστα γήπεδα. Καβάλα στο ηθικό πλεονέκτημα αυτού που στάθηκε μακριά από το σταρ σίστεμ, να στέλνεις χαιρετίσματα στην εξουσία. Με κάμποσα ωραία τραγούδια – να τα λέμε κι αυτά. Και με μια μαγιά κοινού που μένει σταθερή τέσσερις δεκαετίες. Λες και τον κληροδοτούν οι μπαμπάδες στους γιους.
Και έρχονται τώρα αυτές οι δεκαεξίμισι χιλιάδες ευρώ. Σε εταιρεία με έδρα τη Βουλγαρία και με φόρο ένα τοις χιλίοις. Για μια συναυλία στην Ξάνθη. Αν είναι Νόμιμο; Ναι, είναι! Τίμιο; Καθόλου. Γιατί δεν το έκανε ο Ρέμος. Το έκανε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Που τραγουδούσε για τους Αγανακτισμένους και με τις καθαρίστριες (δεν θυμάμαι αν φόρεσε κόκκινο γάντι μαζί με την Αλεξίου). Που στο Δημοψήφισμα μας καλούσε να πούμε «ΟΧΙ σε ό,τι κάνει κουρέλια τα όνειρά μας». Που τον αποθέωναν για τις απόψεις του αυτοί που, την ίδια εποχή, κατήγγειλαν τον Τίτο Πατρίκιο για έλλειψη δημοκρατικού φρονήματος επειδή υποστήριζε την παραμονή μας στην Ευρώπη. Ε, άσε μας ρε φίλε. Με αφορολόγητα λεφτά στη Βουλγαρία, στήνω κι εγώ πανηγύρι στο Σύνταγμα για τα κάπιταλ κοντρόλ.
«Αριστερός είναι, δεν είναι ηλίθιος» έγραφαν στα social media. Προσωπικά, καθόλου δεν με νοιάζει αν η αριστεροσύνη του Παπακωνσταντίνου εξαργυρώνεται σε ξένο νόμισμα. Εδώ άλλοι την επενδύουν σε περικοπές συντάξεων. Αλλο είναι που με πορώνει όσο με πληγώνει (γιατί έχω κι εγώ ιδρώσει τη φανέλα σε συναυλίες του). Εκείνο το «δεν ήξερα, δεν άκουσα, ορίστε;». Οτι δεν έχει ιδέα για την εταιρεία και δεν ξέρει πώς πληρώνεται. Ξανά άσε μας ρε φίλε. Ή ροκάς ροκάς ή παπάς παπάς. Δεν ξέρω τι κάνουν οι αριστεροί, οι ρόκερ όμως δεν κάνουν ούτε την πάπια ούτε την κότα. Αμα γουστάρουν παραδέχονται το λάθος τους και ζητάνε συγγνώμη. Αμα δεν γουστάρουν βγαίνουν με το θάρρος της γνώμης τους και υποστηρίζουν το νόμιμο της πράξης τους. Ετσι ξέρω εγώ…
* Ο τίτλος είναι από τραγούδι του Ακη Πάνου : «Το παράκανες Βασίλη στο κυνήγι της δραχμής / το παράκανες Βασίλη και κατάντησες ρεζίλι. / Το παράκανες Βασίλη στο κυνήγι της δραχμής / τα λεφτά δεν έχουν τέλος, τέλος έχουμε εμείς».