Τα δημόσια πρόσωπα βρίσκονται -και πρέπει να βρίσκονται-διαρκώς στο στόχαστρο της κριτικής. Η οποία αρκετές φορές μπορεί να ξεφύγει από τα όρια, μπορεί να αδικήσει και κάποιους, ακόμα και να τους σπιλώσει.
Ομως, αυτή είναι η μοίρα όσων ασχολούνται με τα κοινά. Να βρίσκονται στο στόχαστρο και του σοβαρού και του κίτρινου Τύπου. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς στις δημοκρατικές χώρες, διαφορετικά θα γίνουμε σαν τις χώρες που κυβερνούν ο Ερντογάν και ο Πούτιν.
Γι’ αυτό τα δημόσια πρόσωπα -και ειδικά οι πολιτικοί- έχουν υποχρέωση να απαντούν σε όσα τους καταλογίζονται και όχι να καταφεύγουν στα δικαστήρια. Σ’ αυτά πρέπει να πηγαίνουν σε έσχατη ανάγκη, δηλαδή όταν, παρά την απάντησή τους, δέχονται καταφανώς συκοφαντική επίθεση, με χρησιμοποίηση ψευδών γεγονότων ως αληθινών.
Για να πούμε ένα παράδειγμα: αν ένα μέσο ενημέρωσης γράψει ή μεταδώσει ότι ένας πολιτικός έχει δωροδοκηθεί, για να ευνοήσει έναν επιχειρηματία εις βάρος του Δημοσίου, ο πολιτικός πρέπει να απαντήσει αμέσως και με όλα τα στοιχεία, που να διαψεύδουν τους ισχυρισμούς. Κι αν το μέσο ενημέρωσης επιμείνει, ο πολιτικός έχει το δικαίωμα να καταφύγει στους εισαγγελείς και στα δικαστήρια, για να υπερασπιστεί την τιμή του.
Αυτά τα γράφουμε, με αφορμή την ανακοίνωση του Αντώνη Σαμαρά ότι θα κάνει μηνύσεις και αγωγές εναντίον τριών μέσων ενημέρωσης και της κυβερνητικής εκπροσώπου για όσα έγραψαν και αυτή σχολίασε σχετικά με την εμπλοκή μακρινών συγγενικών του προσώπων στη λίστα Λαγκάρντ.
Πριν κάνει μηνύσεις και αγωγές, ο κ. Σαμαράς οφείλει να απαντήσει αναλυτικά και πολιτικά. Η εύρεση ονομάτων συγγενικών προσώπων ενός πολιτικού σε μια λίστα μπορεί να σημαίνει πολλά, μπορεί και τίποτα. Αυτό το «τίποτα» οφείλει ο πρώην πρωθυπουργός να το εξηγήσει και να το τεκμηριώσει.
Πράγματι, στην περίπτωσή του, μπορεί κάποιοι να εφαρμόζουν τον απεχθή κανόνα της οικογενειακής ευθύνης. Γιατί, άραγε, να έχει ευθύνη ο Σαμαράς, επειδή ο πεθερός του αδερφού του, επιχειρηματίας, είχε ανοίξει λογαριασμό σε μια ξένη τράπεζα προ 30 ετών; Αυτό, όμως, πρέπει να το αναδείξει ο ίδιος, να απαντήσει λεπτομερώς σε όλα και με επιχειρήματα, για να βουλώσει όλα τα στόματα. Κι αν, έπειτα από την απάντησή του αυτή, κρίνει ότι συνεχίζεται η σπίλωσή του, τότε να καταφύγει στα δικαστήρια.
Οι μεγαλύτεροι έλληνες πολιτικοί έχουν υποστεί κατά καιρούς φοβερές επιθέσεις και από πολιτικούς αντιπάλους τους και από μέσα ενημέρωσης. Ελάχιστοι -και μη σοβαροί- κατέφυγαν στη μέθοδο των μηνύσεων. Αν ήταν έτσι, την περίοδο του 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου έπρεπε να ξημεροβραδιάζεται στα δικαστήρια. Αλλωστε, στις πολιτικές υποθέσεις τι να κρίνουν οι δικαστές;
Εν προκειμένω η κυρία Γεροβασίλη έκανε μια επιθετική πολιτική κριτική για την κυβέρνηση Σαμαρά («έκρυβαν τις λίστες»), αλλά αυτή είναι συνήθης. Δεν είπε ότι ο πρώην πρωθυπουργός επωφελήθηκε προσωπικά, δεν συνιστά συκοφαντία για το πρόσωπό του. Αν ήταν έτσι, κάθε μέρα υπουργοί και βουλευτές έπρεπε να ανταλλάσσουν μηνύσεις και αγωγές.
Ομως, με αυτές δεν βγαίνει άκρη. Το πιστοποιεί ακόμα ένα περιστατικό. Πριν από μερικά χρόνια η γνωστή σκανδαλοθηρική γερμανική «Bild» εξαπέλυσε ένα μικρό λίβελλο εναντίον του Αλέξη Τσίπρα, τότε αρχηγού της αντιπολίτευσης. Εκείνος έσπευσε να καταθέσει αγωγή εναντίον της (εδώ). Εκτοτε αγνοείται η τύχη της. Αν την έχει αποσύρει, καλώς έχει πράξει. Τι να κρίνουν οι δικαστές, αν ο Τσίπρας είναι… ημιεγκληματίας; Αστεία πράγματα.
Γι’ αυτό λέμε ότι οι πολιτικοί πρέπει να δίνουν απαντήσεις και μόνο σε έσχατη ανάγκη να κάνουν μηνύσεις. Γι’ αυτό ο κ. Σαμαράς θα κάνει λάθος, αν ακολουθήσει την ίδια μέθοδο.
Ας απαντήσει πρώτα σε όσα του καταλογίζονται και μετά, αν θεωρήσει ότι συνεχίζεται η σπίλωσή του, ο δρόμος προς τα δικαστήρια είναι ανοιχτός.