Οταν το «Οχι» του δημοψηφίσματος έγινε συνθηκολόγηση στις Βρυξέλλες από την κυβέρνηση της Αριστεράς, η κοινωνική και φιλελεύθερη αριστερά υπέστη ένα κλονισμό, μια ψυχική ήττα στρατηγικής σημασίας, όμως δεν έχασε τον προσανατολισμό της και ξαναψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί ήταν ακόμη ζωντανές οι ιδεολογικές και ηθικές του παρακαταθήκες, αλλά και δεν υπήρχε εναλλακτική. Σήμερα, η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει τόσο από την δυσφορία των πολιτών για τους φόρους και τον οικονομικό της ανορθολογισμό, όσο από την ανάδυση ενός τυχοδιωκτικού κυβερνητισμού και τα αλλεπάλληλα κρούσματα ιδεολογικού κραχ.
Στην πολιτική οι σκοπιμότητες είναι κινητήριος δύναμης και είναι κατανοητές ή ακόμη και ανεκτές όταν υπηρετούν καθαρά ένα μεγάλο εθνικό ή κοινωνικό ζήτημα. Για παράδειγμα, η αποδοχή του Μνημονίου 3 και η εφαρμογή του είναι μια σκοπιμότητα κατανοητή πλέον από τους περισσότερους ως διαδικασία επιβίωσης, όσο κι αν αυτό είναι εξουθενωτικό. Ομως, όταν οι πολιτικές σκοπιμότητες υπηρετούν άλλους σκοπούς συναντούν την δυσπιστία και την απόρριψη. Για παράδειγμα, ο «εκσυγχρονισμός» του Κώστα Σημίτη δεν ηττήθηκε για τις πολιτικές και τα έργα του, αλλά για την αλαζονεία και το ήθος των προσώπων που τον «υπηρέτησαν».
Στην απλή αναλογική με τη Β΄ Αθηνών ως έχει, η αντιπροσωπευτικότητα παραμένει νοθευμένη και έρμαιο της διαπλοκής. Συνεπώς, ο σχετικός «συμβιβασμός» έγινε για το μαξιλάρι του γηραιού κ. Λεβέντη, οποίος έκτοτε υποκλίνεται (sic) στον Πρωθυπουργό! Αντίθετα, ο συμβιβασμός με το ΚΚΕ για τους 17άρηδες δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα να απομυθοποιηθεί ιδεολογικά και ηθικά. Ενδεχομένως να αποδειχθεί και μπούμερανγκ.
Οι Ανεξάρτητες Αρχές, ρυθμιστικές ή ελεγκτικές, προφυλάσσουν το πολιτικό σύστημα από την διαπλοκή και την διαφθορά, κι αυτό είναι αριστερό όχι νεοφιλελεύθερο
Οι προτάσεις Τσίπρα για την συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να εμπεριέχουν συζητήσιμους δημοκρατικούς και αριστερούς συμβολισμούς και αλλαγές, όμως αυτοί ούτε τρώγονται, ούτε δημιουργούν θέσεις εργασίας και προοπτική. Αντίθετα, όπως θα δούμε παρακάτω, οι προτάσεις αυτές διέπονται από αναχρονιστικές ιδεοληψίες και οικονομικό ανορθολογισμό, με αποτέλεσμα το όλο εγχείρημα να κινδυνεύει από ιδεολογική κατάρρευση.
Για παράδειγμα, στο «ευαίσθητο» θέμα του πλήρους διαχωρισμού του κράτους από την Εκκλησία, ο Πρωθυπουργός νίπτει τας χείρας του και πετάει τη μπάλα στον διάλογο. Η Ορθοδοξία ως κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικότητας θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στο Προοίμιο του Καταστατικού μας Χάρτη και ο διαχωρισμός να είναι πλήρης και οικονομικός … (σσ: το υπουργείο Θρησκευμάτων θα έπρεπε να είναι μια Γενική Διέυθυνση στο υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων).
Σύνταγμα και οικονομία
Οι περισσότεροι θεωρητικοί της ανάπτυξης χαρακτηρίζουν τη φάση στην οποία έχει εισέλθει η παγκόσμια οικονομία «οικονομία της γνώσης». Η γνώση παράγεται στα πανεπιστήμια και στα εργαστήρια, τα οποία χρειάζονται γι΄ αυτό πόρους. Η γνώση παράγει υπεραξία και θέσεις εργασίας. Η μη απελευθέρωση της Παιδείας από την οικονομική καχεξία του πτωχευμένου μας κράτους αποτελεί επικίνδυνη ιδεοληψία. Η Παιδεία για την οποία δεν ειπώθηκε λέξη στις προτάσεις αναθεώρησης, κι αυτό δεν είναι αριστερό, μπορεί να είναι ισχυρός αναπτυξιακός και εξωστρεφής πόλος.
Αλλά και στα άλλα κοινωνικά δικαιώματα οι προτάσεις είναι δραματικά φτωχές για να είναι αριστερές. Προτείνεται η ρητή απαγόρευση της άρσης του δημόσιου ελέγχου των αγαθών του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας. Πρώτον, γιατί δεν προτείνεται και η απαγόρευση της ιδιωτικοποίησης των κρατικών νοσοκομείων; Η υγεία δεν είναι κοινωνικό δικαίωμα; Δεύτερον, σε ότι αφορά τον δημόσιο έλεγχο της ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα του ήλιου, αυτό ισοδυναμεί με υποταγή στα στενά συμφέροντα του πλέον διαπλεκόμενου και αμαρτωλού κρατικού φορέα που είναι η ΔΕΗ και τα συνδικάτα της. Δημοκρατικό, αριστερό και επαναστατικό είναι η πλήρης απελευθέρωση της αυτοπαραγωγής ρεύματος με φωτοβολταϊκά, χωρίς το υφιστάμενο σύστημα ενεργειακού συμψηφισμού (net metering) που εξυπηρετεί μόνο τα συνδικάτα και τα κεκτημένα της ΔΕΗ.
Σε ό,τι αφορά τις Ανεξάρτητες Αρχές που αντιμετωπίζουν οι προτάσεις Τσίπρα με καχυποψία, δεν είναι προϊόν της τεχνοκρατικής ιδεολογίας, ούτε τις πιο τεχνικής φύσης της άσκησης της εξουσίας, αλλά της πολυπλοκότητας των αγορών σε μια απελευθερωμένη οικονομία που χρειάζεται τεχνογνωσία και ρυθμιστικές παρεμβάσεις συνεχώς λόγω των ραγδαίων αλλαγών. Οι Ανεξάρτητες Αρχές, ρυθμιστικές ή ελεγκτικές, προφυλάσσουν το πολιτικό σύστημα από την διαπλοκή και την διαφθορά, κι αυτό είναι αριστερό όχι νεοφιλελεύθερο. Κυρίως όμως παρέχουν τεχνογνωσία που αν υπήρχε για παράδειγμα στην 3η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν θα παραδιδόταν όλη η ελληνική οικονομία στα hedge funds για 5 δισ. ευρώ. Εννοείται ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές πρέπει να ενισχυθούν και να ελέγχονται με πιο αποτελεσματικό τρόπο.
Παρ΄ όλα αυτά, η κυβέρνηση της Αριστεράς και ο Αλέξης Τσίπρας έχουν την δυνατότητα να βάλουν πολύ νερό στο κρασί τους και να διεκδικήσουν ένα αριστερό «αποτύπωμα» στην Ιστορία ανοιχτό, φιλελεύθερο, πατριωτικό (σσ: δεν λέω εθνικό). Πολιτική προϋπόθεση για αυτό είναι να είναι πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν, ώστε να πάρει το bonus των 50 εδρών. Για να το πετύχει αυτό χρειάζεται αλήθεια, απομυθοποίηση των ιδεοληψιών, εγκατάλειψη του εσωτερισμού της κυβέρνησης, στιβαρή τεχνογνωσία και κυρίως δουλειά. Σε ό,τι αφορά τη Νέα Δημοκρατία, θα διαπράξει μείζον στρατηγικό σφάλμα αν συνεχίσει τον στείρο αρνητισμό της και χαρίσει την αναθεώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ.