Θυμάμαι ένα σχόλιο του μακαρίτη Νίκου Κακαουνάκη πριν από καμιά δεκαετία σχετικά με τις εφημερίδες. «Οι εφημερίδες μάς δίνουν ύλη. Όταν έχουμε απεργία οι δημοσιογράφοι και δεν κυκλοφορούν οι εφημερίδες, την επομένη οι εκπομπές στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση δεν έχουν τι να πουν», είχε σχολιάσει στη διάρκεια μιας πρωινής τηλεοπτικής εκπομπής. Κι είχε απόλυτο δίκιο. Τα ρεπορτάζ βγαίνουν από τις εφημερίδες, από εκεί έρχονται τα ρεπορτάζ. Η εφημερίδα είναι αυτή που θα αναδείξει σωστά και πλήρως ένα θέμα, θα το απλώσει, θα το στηρίξει, θα το αναλύσει, θα το πάει σε άλλη διάσταση, θα το ξεζουμίσει. Δεν είναι η τηλεόραση, δεν είναι το ραδιόφωνο. Είναι η εφημερίδα.
Και το Διαδίκτυο; θα ρωτήσετε, και με το δίκιο σας, πόσω μάλλον που αυτά τα διαβάζετε σε site. Το Διαδίκτυο είναι ένα μέσο στο οποίο οι όροι και οι απαιτήσεις των αναγνωστών είναι τελείως διαφορετικοί, κι αυτό είναι απολύτως μετρήσιμο μέγεθος. Έχοντας τα δεδομένα της μέτρησης των κλικ, γνωρίζουμε ότι ο χρόνος που θα αφιερώσουμε για την παραγωγή (έρευνα και συγγραφή) ενός θέματος είναι αντιστρόφως ανάλογος με την αναγνωσιμότητά του. Όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνεις προκειμένου να κάνεις με ακρίβεια ένα σύνθετο και δύσκολο ρεπορτάζ, τόσο λιγότεροι είναι οι αναγνώστες που θα διαθέσουν το χρόνο τους για να το διαβάσουν. Στο Διαδίκτυο θέλουμε ταχύτητα, ευκολία, πιασάρικους τίτλους, απλά νοήματα και γρήγορη διάχυση. Είμαστε βουλιμικοί ως προς τον όγκο των πληροφοριών που λαμβάνουμε κι εκείνων που σχολιάζουμε. Ποιος να κάθεται να διαβάζει δαιδαλώδεις λεπτομέρειες και δύσκολους πίνακες ενός δύστροπου θέματος; Γι αυτό και το Διαδίκτυο διαθέτει πάρα πολλή αρθρογραφία που είναι πολύ πιο φτηνή από το ρεπορτάζ.
Οσο για το επιχείρημα «δεν αγοράζω εφημερίδα επειδή τη διαβάζω στο Ιντερνετ δωρεάν», έχω μια ερώτηση για να το αντικρούσω. Θέλετε, δηλαδή, να μου πείτε ότι διαβάζετε ολόκληρη την εφημερίδα, από τα ρεπορτάζ έως τα διεθνή κι από τα γράμματα αναγνωστών ως τα αθλητικά; Δεν έχω βρει έναν να μου απαντήσει θετικά στο παραπάνω! Διαβάζοντας εφημερίδα στο χαρτί, φυλλομετρώντας την που λέμε, διαβάζουμε μέχρι και τις μικρές αγγελίες και τα κοινωνικά. Στο Ιντερνετ δεν διαβάζουμε εφημερίδα, αλλά απλώς επιλέγουμε τις ειδήσεις που μας κάνουν κλικ, τις απόψεις των αρθρογράφων που επιθυμούμε κι άντε γεια, από δω παν κι άλλοι. «Δεν ξέρουμε πια ποιος πεθαίνει στη Θεσσαλονίκη», όπως μου έλεγαν παραπονούμενοι πριν χρόνια, όταν είχε κλείσει η εφημερίδα «Μακεδονία» και δεν υπήρχε ενημέρωση για τα τοπικά ζητήματα.
Τον περασμένο Αύγουστο διάβαζα τους φίλους μου στο facebook να κατακεραυνώνουν τους δημοσιογράφους, επειδή «δεν παν στην Αίγινα να βρουν ποιος οδηγούσε το ταχύπλοο». Μια δυο τρεις, αγανάκτησα. «Και ποιος θα πληρώσει τους ρεπόρτερ, ρε παιδιά;» ρώτησα, θέτοντάς τους το ερώτημα εάν οι ίδιοι που απαιτούν από το ρεπόρτερ «να βρει τον οδηγό του ταχύπλοου» πληρώνουν για να αγοράσουν μια εφημερίδα. Οι ρεπόρτερ, οι δημοσιογράφοι γενικά, δεν είναι τίποτα βαθύπλουτοι που δεν έχουν τι να κάνουν και γράφουν από βαρεμάρα. Ούτε έχουν από κάπου χρηματοδότες για κάθε τους ρεπορτάζ. Οι εφημερίδες δεν μπορούν, πια, να χρηματοδοτούν αποστολές. Σκεφτείτε πόσο θα κόστιζε ένας ρεπόρτερ προκειμένου να πάει στην Αίγινα για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, για ένα τελείως αμφίβολο αποτέλεσμα, καθώς κανείς και τίποτα δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι θα έβρισκε κάτι διαφορετικό από το πόρισμα των αρχών. Κι όταν λέω «θα κόστιζε» δεν εννοώ μόνο τα έξοδα. Εννοώ την «παραγωγή» που θα έχανε το μέσο στο οποίο εργάζεται κατά τη διάρκεια της απουσίας από αυτό για να κάνει ρεπορτάζ με αμφίβολο αποτέλεσμα στην Αίγινα. Διότι, εάν δεν το γνωρίζετε, τα περισσότερα μέσα λειτουργούν πλέον με το ελάχιστο δυνατό προσωπικό.
Πριν από λίγο καιρό, κάποιος μου έδωσε ορισμένες αόριστες πληροφορίες για μια υπόθεση που ήθελε να ψάξω για την εφημερίδα με την οποία συνεργάζομαι επειδή, κατά τη γνώμη του, υπήρχε κάποιο σκάνδαλο, αλλά ο ίδιος δεν ήθελε να φανεί για επαγγελματικούς λόγους. Του ζήτησα να μου δώσει κάτι χειροπιαστό. «Δεν μπορώ να σας δώσω, αλλά μια οργανωμένη ομάδα είμαι σίγουρος ότι μπορεί να βρει στοιχεία», μου είπε. Το είπε μια δυο τρεις, την τέταρτη δεν άντεξα: «Με συγχωρείτε, εσείς την αγοράζετε την εφημερίδα;» τον ρώτησα. «Εγώ; Οχι», είπε ανύποπτος. «Ε τότε, πώς έχετε την απαίτηση να υπάρχει μια οργανωμένη ομάδα; Από πού θα πληρωθεί αυτή;» ξέσπασα και του έκανα κι αυτού μια κατήχηση σχετικά με την αναγκαιότητα να υπάρχουν εφημερίδες και τον μόνο τρόπο να συμβεί αυτό: να τις αγοράζουν οι αναγνώστες.
Γράφω όλα τα παραπάνω επειδή βαρέθηκα να ακούω κατηγορίες για τους δημοσιογράφους. Δεν είμαστε υπεράνθρωποι, εργαζόμαστε χωρίς ωράρια, με αμοιβές και σε συνθήκες κάτω από τις οποίες οι περισσότεροι μάλλον δεν θα καταδέχονταν να εργαστούν, ζούμε με μεγάλη πίεση κι οι περισσότεροι έχουμε περάσει μεγάλα διαστήματα απλήρωτοι. Οι εφημερίδες έχουν κρατήσει επίπεδο και κατά καιρούς γνωρίζουν μεγάλες στιγμές. Είναι κάποιες ημέρες (ιδίως Κυριακές) που καμαρώνω για τις εφημερίδες που κρατώ στα χέρια μου.
Αλλά αναλογιστείτε κι εσείς, πρώην αναγνώστες, τις ευθύνες σας. Εάν δε θέλετε να πληρώνετε για την ενημέρωσή σας επειδή την έχετε δωρεάν, αρκεστείτε στο δωρεάν και μην έχετε παραπάνω απαιτήσεις. Οσο για το κακό που έχει γίνει στη δουλειά μας από τη «δημοσιογραφία των πολιτών» και τους πάσης φύσεως αρθρογράφους, θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Δεν πρόκειται για κάποιο συντεχνιακό ζήτημα, αλλά για την ουσία της ενημέρωσης.