Είναι απαράδεκτη αυτή η ανακοίνωση της Νέας Δημοκρατίας που απαριθμεί τους συντρόφους του Κουφοντίνα που τον υποδέχτηκαν, και αναφέρει τον Γιώργο Βούτση όχι με το όνομά του αλλά με την ιδιότητά του γιου του Προέδρου της Βουλής. Είναι προφανές πως κλείνει το μάτι στην κοινωνία ότι εδώ έχουμε βιολογική και ιδεολογική συγγένεια και εν πάση περιπτώσει ακόμα και αν δεν συμφωνεί ο πατέρας χρεώνεται κομμάτι της ευθύνης για τις πράξεις του γιου του. Και η μεν κοινωνία μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει (συνήθως τέτοιου είδους συμπεράσματα κυκλοφορούν ευρέως και με ευκολία στις τάξεις της) οι πολιτικοί όμως οφείλουν να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού που αφήνουν τις οικογένειες έξω από τις αντιπαραθέσεις.
Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν συλλογικές και οικογενειακές ευθύνες, μόνο ατομικές· στις ώριμες κοινωνίες ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις δικές του πράξεις μόνο, και από τη στιγμή που ο Γιώργος Βούτσης είναι ενήλικος περισσεύει οποιαδήποτε αναφορά σε συγγενικές σχέσεις. Ο ίδιος έχει κριθεί από τη Δικαιοσύνη, η απαξία των πράξεών του έχουν αποτιμηθεί από εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που το βλέπει έτσι και η αποσύνδεσή του από το πολιτικό Νίκο Βούτση είναι επιβεβλημένη. Την αρχή αυτήν την τηρούσαν σε γενικές γραμμές τα κόμματα και αυτό έχει φανεί και σε άλλες περιπτώσεις συγγενών πολιτικών που είχαν θέματα με το Νόμο· μόνο η σύζυγος του χρυσαυγίτη αρχηγού τόλμησε να κάνει με χυδαίο τρόπο αναφορά σε παιδί σημερινού υπουργού μέσα στη Βουλή, αλλά είπαμε, πρόκειται για αρχές Δημοκρατίας που αυτή δεν έχει σχέση.
Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της Μαρέβας Μητσοτάκη. Ο Αλέξης Τσίπρας κάνει σπέκουλα σε ένα θέμα που πολιτικά δεν του επιτρέπεται. Την υπόθεσή της τη γνωρίζαμε και πριν τη δημοσίευση των Paradise Papers, δεν προστέθηκε τίποτα καινούργιο σήμερα. Εφόσον κρίθηκε από το αρμοδιότερο όργανο ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να υποβάλει δήλωση πόθεν έσχες για την περίοδο της διάστασής της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κάθε οικονομική της δραστηριότητα για την περίοδο εκείνη αφορά μόνο την ίδια ως πρόσωπο. Ασφαλώς η κοινωνία έχει δικαίωμα να την κρίνει και την κρίνει. Οπως κάνει και για όλους εκείνους που παρκάρουν τα χρήματά τους σε αφορολόγητες θεσμικές κρυψώνες του παγκόσμιου συστήματος, και ασφαλώς δεν κρίνει μόνο τη νομιμότητα των πράξεων αλλά και την ηθική τους. Για εκείνη ακόμα περισσότερο, αφού ακόμα και η ιδιότητα της πρώην συζύγου πολιτικού θα έπρεπε να την είχε συγκρατήσει στην κοινή μοίρα των φορολογουμένων. Για αυτό είναι σίγουρο ότι η συμπεριφορά της κυρίας Μητσοτάκη συνοδεύεται από την αποδοκιμασία του μεγαλύτερου κομματιού των πολιτών. Αλλά μέχρι εκεί.
Εφόσον ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας δεν προσποριζόταν οικονομικά οφέλη από τη δραστηριότητά της την περίοδο του χωρισμού και από τη στιγμή κατά την οποία η σύζυγός του δεν κατέχει δημόσιο αξίωμα, μόνο αν προέκυπτε θέμα παράνομης απόκτησης των χρημάτων θα υπήρχε πολιτικό ζήτημα. Αφήνω που, μεταξύ μας, η σύζυγος δεν είναι υπάλληλος για να υπακούει, κανείς δεν είναι σίγουρος αν ο κ. Μητσοτάκης συμφωνούσε με τις επιλογές της γυναίκας του. Θα μπορούσε για παράδειγμα ο Πρωθυπουργός να βάλει φρένο στην εντυπωσιακή επιστημονική και επαγγελματική ανέλιξη της κυρίας Μπαζιάνα στην περίοδο της πρωθυπουργίας του, για να μην προκληθούν ενοχλητικά ερωτήματα; Πού να ξέρει κανείς; Αλλά ούτε εκείνη κατέχει δημόσια θέση, ούτε βαρύνεται με παρατυπίες, άρα κάθε συζήτηση είναι άτοπη.
Εδώ στο παρελθόν, ακόμα και όταν είχε δημόσιο αξίωμα η σύζυγος, όπως η Δήμητρα Λιάνη που ήταν διευθύντρια του Γραφείου του Πρωθυπουργού, στη Βουλή δεν ακούστηκε ποτέ το όνομά της. Ο Τύπος και τα πάνελ τη λιθοβολούσαν, αλλά ο Εβερτ και ο Φλωράκης δεν θα διενοούντο να παραβούν τον κανόνα του σεβασμού της οικογενείας του αντιπάλου. Αλλο ένα σύμπτωμα κατάπτωσης της δημόσιας ζωής στις μέρες μας είναι αυτό, η εξάλειψη του υποστρώματος αστικής ευγένειας που συγκρατούσε τους πολιτικούς από χτυπήματα κάτω από τη ζώνη.