Ο ψυχρός δολοφόνος είναι -ή μήπως γίνεται;- ένα ειδικό είδος ανθρώπου. Πριν ξεπεράσει τον φόβο του για την αμείλικτη μοίρα που τον περιμένει (θάνατος, τραυματισμός ή μακροχρόνια φυλάκιση) σε περίπτωση που κάτι πάει στραβά, έχει ήδη κερδίσει μέσα του μια άλλη, πολύ σκληρότερη μάχη: αυτή με τον φόβο του δευτερολέπτου κατά το οποίο πυροβολεί, μαχαιρώνει ή στραγγαλίζει. Πριν πάρει το περίστροφο ή την φαλτσέτα και βγει απ’ το σπίτι του αποφασισμένος να το πράξει, έχει ήδη πείσει τον εαυτό του να σταθεί αδιάφορος απέναντι στο ετοιμοθάνατο θύμα του, που θα τον κοιτάξει εμβρόντητο ενώ το αίμα θα πετάγεται από το τρυπημένο ή χαρακωμένο κορμί του.
Σας φαίνεται εύκολο; Αμ δε. Έχετε προσπαθήσει να σφάξετε κοτόπουλο; Να ντουφεκίσετε κάποιο τσούρμο από σπουργίτια που τσιμπολογούν ανέμελα στο διπλανό χωράφι; Να καρυδώσετε μ’ ένα στρίψιμο του λαιμού, όσα πληγωμένα απ’ τα σκάγια πουλάκια πεταρίζουν αιμορραγώντας πάνω στο χώμα; Μήπως προσπαθήσατε να σκοτώσετε κουνέλι μ’ ένα χτύπημα της γροθιάς σας στον σβέρκο του, ενώ το κρατάτε κρεμασμένο ανάποδα από τα πίσω πόδια; Δεν αναφέρω καν την πιθανότητα να αποτολμήσατε το σφάξιμο αρνιού, γουρουνιού ή μοσχαριού. Αν, λοιπόν, δεν έχετε βρεθεί ποτέ μπροστά σε τέτοιο δίλημμα, τότε δεν μπορείτε να καταλάβετε ποιον Ρουβίκωνα πέρασε άπαξ δια παντός ο φονιάς, πριν διαβεί το κατώφλι του μελλοντικού θύματος του για να κάνει τη δουλειά για την οποία πληρώθηκε.
Δεν αναφέρομαι στον εν βρασμώ ψυχής φόνο ή στο έγκλημα λόγω αντεκδίκησης. Εκεί η μανία του οπλισμένου σφαλίζει με λογής-λογής δικαιολογήσεις την δίοδο προς την ψυχή του. Δεν αναφέρομαι ούτε στο πάτημα της σκανδάλης μέσα στην οχλοβοή της μάχης, ούτε στο άδειασμα απ’ τον πιλότο του φορτίου του βομβαρδιστικού του πάνω από κατοικημένη περιοχή. Εκεί τα κορμιά πέφτουν κάπου μακριά, τα έσχατα βλέμματα όσων ξεψυχούν χάνονται προς το άπειρο δίχως αποδέκτη. Αναφέρομαι αποκλειστικά στον στυγνό δολοφόνο, ο οποίος αποφασίζει ν’ ανταλλάξει μ’ ένα μάτσο χαρτονομίσματα την ζωή κάποιου που δεν γνωρίζει και δεν του ‘κανε τίποτα.
Ο άνθρωπος δεν φοβάται γενικά τον θάνατο, αυτό που τρέμει είναι το δευτερόλεπτο της μετάβασης του απ’ την ζωή στον θάνατο. Τρέμει σύγκορμος μπροστά στην στιγμή που θα εκπνεύσει. Το ίδιο πράγμα τρέμουμε κι όταν αποφασίσουμε να σκοτώσουμε εν ψυχρώ κάποιον συνάνθρωπο. Φοβόμαστε την τελευταία ματιά του, η οποία θα καρφωθεί πάνω μας πριν σβήσει οριστικά και αμετάκλητα. Αυτό το πύρινο και ικετευτικό μαζί βλέμμα, μοιάζει να μεταφέρει και να εμφυτεύει στον δικό μας εγκέφαλο κάποια φρικτή κατάρα, με την οποίαν -αν είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι- δεν θα μπορέσουμε πια να συγκατοικήσουμε.
Γιατί νιώθουμε έτσι; Δεν γνωρίζω, αρνούμαι να κάνω εικασίες. Το ανθρώπινο γένος πάντως, μέτρησε μιλιούνια ύπουλων δολοφόνων που έχασαν αυτή την προκαταρκτική μάχη με τον εαυτό τους –να μην τους νοιάξει η ματιά του απέναντι- και επέλεξαν το σπρώξιμο στην πλάτη των θυμάτων μπροστά σ’ έναν γκρεμό, το δηλητήριο στον καφέ ή το λιμάρισμα των φρένων. Το πλούσιο και δικτυωμένο κομμάτι της ανθρωπότητας είχε πάντα την επιλογή της αγοράς μιας δολοφονίας μέσω ενός θανατικού συμβολαίου. «Δεν έβαψε τα χέρια του με αίμα» σημαίνει στην πραγματικότητα «δεν αντιμετώπισε ποτέ την τελευταία ματιά του δολοφονημένου». Άρα μπορεί να κοιμάται ήσυχος, τα μάτια του νεκρού δεν θ’ ανοίξουν ξαφνικά, πελώρια και κατακόκκινα μέσα στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας.
Όμως ο άλλος; Αυτός που εκτελεί το συμβόλαιο; Κι άλλο συμβόλαιο, και τρίτο και τέταρτο; Αυτός που «βγάζει το ψωμί του» σκοτώνοντας αγνώστους; Πώς το κάνει; Είναι εκ γενετής αναίσθητος, DNAϊκά ανέγγιχτος συναισθημάτων ή αυτοεκπαιδεύεται μέχρις ότου μετατραπεί σε κομμάτι πέτρας; Έλα μου ντε. Οι ψυχίατροι λένε ότι υπάρχουν και σαδιστές που ηδονίζονται βλέποντας τον άλλον να ξεψυχά μπροστά τους. Προφανώς υπάρχουν, αλλά οι χρηματοδότες δεν χρησιμοποιούν αυτούς ως πληρωμένους φονιάδες. Είναι υπερβολικά επιρρεπείς στο παθολογικό έγκλημα, για εξασφαλίζεται εσαεί η ασφάλεια και η ανωνυμία του εργοδότη τους. Δεν κάνουν αυτοί για την δουλειά. Οι άλλοι είναι κατάλληλοι, οι ψυχροί, οι ανελέητοι, οι κενοί αισθημάτων και συναισθημάτων.
Κάθε φορά που μαθαίνω για μια εν ψυχρώ δολοφονία από επαγγελματίες δολοφόνους, αναρωτιέμαι πού –βαθιά εντός μας- μπορεί να είναι κρυμμένο αυτό το μονοπάτι που οδηγεί στην μετατροπή του ανθρώπου σε ερπετό. Και αναρωτιέμαι πολύ περισσότερο, αν το μονοπάτι αυτό είναι «προνόμιο» ολίγων καταραμένων ή αν ενυπάρχει σε όλους μας ανεξαιρέτως και απλώς –καμουφλαρισμένο όπως είναι από τις πρασινάδες του ρηχού πολιτισμού μας- δεν έτυχε να το ανακαλύψουμε ακόμα.