Εσχάτως, κάθε φορά που ακούω τον Αλέξη να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι δεν του δίνει συναίνεση, μια απροσδιόριστη αλλά ενοχλητική σκέψη τριβελίζει το μυαλό μου. «Κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει» λέω στον εαυτό μου, ενώ ακούω τον Πρωθυπουργό να απαιτεί συνεννόηση και υποστήριξη απ’ αυτούς που μέχρι χθες ονόμαζε πουλημένους, γερμανοτσολιάδες και προδότες. Ολο αυτό το υπερβατικό σκηνικό του ανθρώπου που αναρριχήθηκε στην εξουσία καβάλα στην εξοντωτική πόλωση και τώρα ζητά συναίνεση απ’ αυτούς που απειλεί με ειδικά δικαστήρια για πράγματα λιγότερο επιλήψιμα απ’ αυτά που κάνει ο ίδιος, ενεργοποιεί κάποια βαθύτερη ανάμνησή μου που αδυνατώ να συγκεκριμενοποιήσω. Κατ’ αρχήν ψάχνω στα ιστορικά παραδείγματα της παγκόσμιας υψηλής πολιτικής:
Στις 7 Ιουνίου 1967, σε μια ραδιοφωνική του δήλωση, ο υπουργός Άμυνας του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν (εκείνη η τρομερή μονόφθαλμη φιγούρα της διεθνούς πολιτικής) δήλωσε ότι η χώρα του είναι πάντα έτοιμη για ειρηνικές διαπραγματεύσεις με τους γείτονές της. Κατηγόρησε, δε, τους Άραβες ότι αρνούνται πεισματικά να διαπραγματευτούν, αλλά ακολουθούν φιλοπόλεμη και επιθετική πολιτική. Μικρή λεπτομέρεια: Η 7η Ιουνίου ήταν η τρίτη μέρα του πολέμου των έξι ημερών, τον οποίον ξεκίνησε το Ισραήλ ισοπεδώνοντας αιφνιδιαστικά τα αεροδρόμια των Αιγυπτίων, των Σύρων και των Ιορδανών. Τη στιγμή που γινόταν η ειρηνικότατη αυτή δήλωση του υπουργού, χιλιάδες Άραβες έπεφταν νεκροί στα πεδία των μαχών καθώς οι ισραηλινές δυνάμεις προέλαυναν σε όλα τα μέτωπα του πολέμου που ο ίδιος ο Νταγιάν είχε εξαπολύσει.
Ολο αυτό το υπερβατικό σκηνικό του ανθρώπου που αναρριχήθηκε στην εξουσία καβάλα στην εξοντωτική πόλωση και τώρα ζητά συναίνεση απ’ αυτούς που απειλεί με ειδικά δικαστήρια, ενεργοποιεί κάποια βαθύτερη ανάμνησή μου που αδυνατώ να συγκεκριμενοποιήσω.
Το παλαιό αυτό παράδειγμα ταιριάζει γάντι, αλλά πάλι κάτι δεν με ικανοποιεί. Αποχωρώ λοιπόν από το πεδίο των ιστορικών πληροφοριών και προσγειώνομαι στα χωράφια των προσωπικών μου ασήμαντων αναμνήσεων. Ισως εκεί βρω τι μου θυμίζει ο σημερινός Αλέξης, σε σύγκριση μ’ αυτόν που ήξερα μέχρι πριν δύο μήνες:
Οταν παρουσιάστηκα φαντάρος στην Τρίπολη, μέσα στον θάλαμο με τα πενήντα άτομα, έτυχε να «συγκατοικήσω» μ’ ένα παλικαράκι από το Ναύπλιο. Εγώ πήρα το πάνω κρεβάτι, ο Βασίλης το κάτω. Καλόψυχο παιδί ο Βασίλης, αλλά κακομαθημένο. Κάπως τον είχαν αναθρέψει και νόμιζε πως ο κόσμος ήταν δικός του. Δεν υπήρχε γι ‘αυτόν ούτε κανόνας, ούτε περιορισμός, ούτε «όχι». Κι αν τυχόν κάποιος τολμούσε να του κάνει παρατήρηση, αυτός απαντούσε μ’ ένα θράσος αβυσσαλέο. Εκανε το μαύρο άσπρο στο δευτερόλεπτο και δίχως να σκεφτεί, ήταν ρυθμισμένος έτσι. Κάποιο μεσημέρι γυρίζουμε από το φαγητό όλοι μαζί με βήμα και βρίσκω τον Βασίλη να τρώει το δικό του φαγητό μέσα στον θάλαμο. Κάπως τα είχε καταφέρει πάλι ο μπαγάσας και του είχαν φέρει εκεί την καραβάνα.
Καθόταν στο κάτω κρεβάτι, είχε βάλει μπροστά του το φαγητό κι έτρωγε. Είχαμε χοντρό μακαρόνι με κιμά και σάλτσες, με μπόλικο τριμμένο τυρί από πάνω. Τα μακαρόνια κρέμονταν απ’ έξω και η καραβάνα έσταζε κόκκινες σάλτσες, λάδια και τυριά. Και ξαφνικά, βλέπω τον Βασιλάκη να σταματά να τρώει, να σηκώνεται πάνω και να αφήνει τη σιχαμερή του καραβάνα πάνω στα σεντόνια του δικού μου κρεβατιού. Εκεί τον βόλεψε, εκεί την άφησε. Εφριξα βλέποντας το παμβρόμικο σκεύος να κάνει κατακόκκινα τα σεντόνια πάνω στα οποία θα κοιμόμουν σε λίγο: «Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα;», του ‘βαλα τις φωνές έξαλλος. «Στο σεντόνι μου άφησες τα τυριά και τους κιμάδες σου;». Γύρισε και με κάρφωσε μ’ ένα βαθιά περιφρονητικό ύφος, σα να έβλεπε κατσαρίδα. Μετά, με μια αποφασιστική κίνηση άπλωσε το χέρι του, σήκωσε τη βρομερή του καραβάνα, έσκυψε μπροστά στα μούτρα μου και κοιτάζοντας με κατάματα, μου σφύριξε: «Εντάξει ρε γύφτο».
Ναι, τελικά το βρήκα. Αυτό μου θυμίζει.