Δεν ξέρω πότε άρχισε το κακό με το «αγαπητά παιδιά». Υποθέτω ότι πρέπει να το χρεώσουμε στον πολιτικό κόσμο, ο οποίος νιώθει υποχρεωμένος –λόγω θεσμικής ιδιότητας- να απευθύνεται πατρικά (ή μητρικά, δεν θα τα χαλάσουμε σε αυτό), στοργικά, χαϊδευτικά, συμβουλευτικά, πατερναλιστικά στο λαό. Κοινώς, να του λέει αυτά που θέλει να ακούσει. Να συγχαίρει τους μαθητές οι οποίοι πέτυχαν στις εξετάσεις σαν να χαίρεται για τα δικά του παιδιά (πατρικά), να τους «χτυπά» την πλάτη (στοργικά), να μεγιστοποιεί το μέγεθος της επιτυχίας (χαϊδευτικά), να προσθέτει συνταγές σχετικά με τη διαχείριση της επιτυχίας (συμβουλευτικά) και να ολοκληρώνει με νουθεσίες περί ζωής και ευτυχίας (πατερναλιστικά). Εσχάτως, βρέθηκε ανάλογη συνταγή και για όσους δεν πέτυχαν στις εξετάσεις, ώστε να μη μένει κανείς παραπονεμένος.
Τα social media έδωσαν την ευκαιρία στον καθένα μας να απολαμβάνει της δυνατότητας να απευθυνθεί σε ένα απροσδιόριστο κοινό. Έτσι, θεωρήσαμε τους εαυτούς μας αρμόδιους να συγχαίρουμε και να νουθετούμε τους νέους φοιτητές, με τον ίδιο ξύλινο -διότι περί ξύλινου πρόκειται, ας μην κοροϊδευόμαστε- τρόπο των πολιτικών.
Αλλά δεν αρκεί αυτό, το πήγαμε ένα βήμα παραπέρα.
Παραθέτουμε ο καθένας τις δικές του εμπειρίες από τη ζωή ως τεκμήριο «ορθής επιβίωσης» κι επιτυχίας. Εάν πιστέψουμε τα social media, όλοι είμαστε super επιτυχημένοι, ευτυχισμένοι και απολύτως ικανοί να μεταλαμπαδεύσουμε τη στάση ζωής μας στους ανθρώπους οι οποίοι ετοιμάζονται να κάνουν τα πρώτα τους βήματα εκτός του προστατευμένου περιβάλλοντος που η ανηλικότητα προσφέρει απλόχερα.
Είμαστε κι απόλυτοι, πανάθεμά μας, παντογνώστες και ξερόλες. Έχουμε άποψη για τη ζωή του άλλου και -σαν να μη φτάνει αυτό- τη λέμε και δημοσίως!
Έτσι, διαβάζουμε συνεχώς τις τελευταίες ημέρες κριτικές και γνώμες σχετικά με το αν καλώς ή κακώς ένας 17χρονος θα σπουδάσει αυτό ή το άλλο, αν πρέπει να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει τρέχοντας, αν καλώς έκανε την επιλογή που έκανε ή αν πρέπει να υπακούσει στην αποψάρα μας και να την αλλάξει αμέσως. Να τους κάνουμε σαν τα μούτρα μας, δηλαδή. Μα, είναι δυνατόν να θέλουμε να σκέφτονται με τον τρόπο σκέψης των 40χρονων και των 50χρονων; Δεν μπορώ να φανταστώ κάτι πιο εφιαλτικό απ’ το να έχω στα 18 μου τα μυαλά που έχω τώρα.
Eχουμε, δε, την ψευδαίσθηση ότι οι νέοι μας διαβάζουν ή ότι υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να δώσουν σημασία. Ας αλλάξουμε πλευρό, καλύτερα…
Διαβάζοντας τις με τόσο ενδιαφέρον για αγνώστους μας ανθρώπους αναρτήσεις μας, αναρωτιέμαι εάν υπήρξαμε κάποτε 17χρονοι, 18χρονοι, μαθητές, φοιτητές, ξενύχτηδες, clubbers, ανυπάκουοι, επαναστατημένοι, πνεύματα αντιλογίας, αγύριστα κεφάλια, αντιδραστικοί, εάν δηλαδή είχαμε τα χαρακτηριστικά ή τις συνήθειες των εφήβων και των νέων.
Εάν θυμόμαστε τις δικές μας αντιδράσεις όταν κάποιος άρχιζε να μας λέει τι έκανε όταν ήταν στην ηλικία μας ή όταν πήγαινε να μας νουθετήσει, ιδίως άμα δεν ήταν άνθρωπος του στενού μας οικογενειακού περιβάλλοντος. Και να μην το λέγαμε, το σκεφτόμασταν: «τι θέλει τώρα αυτός ο μπάρμπας απ’ τη ζωή μου;»
Περιμένω, λοιπόν, την ώρα και τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάποιος από τους νέους ακαδημαϊκούς πολίτες να ξεσπάσει με ένα «και τι με νοιάζει ρε μπάρμπα η γνώμη σου;» Το γεγονός ότι ακόμη δεν έχω δει κάτι τέτοιο, το αποδίδω στο ότι οι σημερινοί νέοι παραείναι ευγενικοί και ανεκτικοί μαζί μας.