Πρώτον, δεν έχει καμία σημασία αν ο λαός θέλει ή δεν θέλει τη συμφωνία. Ο λαός δεν ήθελε και τα μνημόνια. Ο λαός απέρριψε και την Preliminary Debt Sustainability Analysis. Αν οι κυβερνήσεις έκαναν πάντοτε αυτό που θέλουν οι λαοί, θα γυρίζαμε στις σπηλιές.
Χρέος της ηγεσίας είναι να ανοίγει δρόμους, να δημιουργεί όραμα και να δείχνει προοπτικές. Αφού ο Τσίπρας πιστεύει αυτό το σχέδιο, καλά κάνει και προχωράει. Πιθανότατα είναι και η μοναδική φορά που στέκεται στο ύψος του αξιώματος και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της θέσης. Στις προηγούμενες κρίσιμες στιγμές ήταν είτε λίγος, είτε επικίνδυνος.
Δεύτερον, υπάρχουν κάποιες σοβαρές παρατηρήσεις στη (καλή, κατά τη γνώμη μου) συμφωνία πάνω στο θέμα της γλώσσας και της εθνότητας. Και η συμφωνία δεν έχει μπρος-πίσω. Αυτή θα έρθει προς κύρωση. Υπάρχει όμως και μία εξίσου σοβαρή άποψη που λέει ότι ακόμα και αυτά θα τα απορροφήσει η ιστορική πραγματικότητα. Στο κοινό ευρωπαϊκό μέλλον των δύο χωρών, ελάχιστη σημασία θα έχουν. Και εν τέλει, αν η συμφωνία είναι τόσο κακή για τα συμφέροντά μας, τότε για ποιο λόγο ωρύονται και στην άλλη πλευρά των συνόρων; Εκεί, άλλωστε, έχουν και το «τυρί» της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Θα αλλάξουν ονομασία και Σύνταγμα, αλλά θα το πληρωθούν σε ευρώ.
Τρίτον, η ευθύνη για το διχαστικό κλίμα που καλλιεργείται στη χώρα, βαραίνει πρωτίστως την κυβέρνηση. Ξεκίνησε τη διαδικασία προσπαθώντας να διασπάσει την αντιπολίτευση και μετά χαρακτήρισε ως ακροδεξιούς χιλιάδες συμπολιτών μας που βγήκαν στα συλλαλητήρια. Όμως έτσι δεν λύνεις εθνικά θέματα. Τα μπλέκεις περισσότερο. Η κυβέρνηση ώφειλε, έστω και προσχηματικά, να αναζητήσει συναινέσεις. Δεν το έκανε. Βλέπεις σήμερα τα πρωτοσέλιδα του φιλοκυβερνητικού Τύπου και απορείς πώς εξυπηρετείται η ανάγκη για συναίνεση. Εν προκειμένω, η ευθύνη της κυβέρνησης είναι μεγαλύτερη από εκείνη της αντιπολίτευσης.
Τέταρτον, αν οι σημερινοί πρωταγωνιστές αναπαριστούσαν τα γεγονότα του 1992, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έπαιζε τον ρόλο του Αντώνη Σαμαρά. Η Νέα Δημοκρατία εγκλωβίστηκε σε μία λάθος εκτίμηση: νόμιζε ότι το θέμα θα ναυαγήσει και αποφάσισε να ακολουθήσει την πεπατημένη, απορρίπτοντας κάθε ρεαλιστικό σενάριο λύσης. Την τρόμαξε, επίσης, το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ναι, εντάξει, μπορεί να χάσει κεντρώο ακροατήριο, αλλά την ανησυχεί η μεγαλύτερη δεξαμενή. Και από την άλλη, δεν μπορούσε να δώσει συναινετική ανοχή σε μία κυβέρνηση που ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση με σκοπό να τη διασπάσει.
Πέμπτον, όσο και αν η συζήτηση επί της πρότασης δυσπιστίας αναδείξει το θράσος και την πολιτική απάτη με τους ΑΝΕΛ, Τσίπρας και Καμμένος δεν σταματούν να δείχνουν ότι το απολαμβάνουν. Και αυτό, πέρα από το ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης, αναδεικνύει τον καιροσκοπισμό του Μαξίμου και, κατά κάποιον τρόπο, του φιλοκυβερνητικού Τύπου: δεν γίνεται να εστιάζουν στον Μητσοτάκη και να μη δείχνουν τον Καμμένο. Από την άλλη, είναι βέβαιο ότι αυτή η συζήτηση επιφέρει πλήγματα, αν δεν τελειώνει οριστικά τον Καμμένο στη Βόρεια Ελλάδα.
Εκτον, το πρόβλημα στο Κίνημα Αλλαγής είναι μεγαλύτερο από όσο δείχνει και ίσως πρέπει να το ξανασυζητήσουν. Η Γεννηματά απέρριψε τη συμφωνία, επικαλούμενη το προνόμιο του αρχηγού, παρά τις αντίθετες απόψεις στο Πολιτικό Συμβούλιο. Ο Θεοδωράκης φεύγει. Τι θα κάνουν οι υπόλοιποι; Και από την άλλη, τι είναι τώρα η Γεννηματά για την κυβέρνηση; Ακροδεξιά ή καθοδηγούμενη από τον Σαμαρά;
Εβδομον, ο χρόνος και η πραγματική ζωή θα λειτουργήσουν υπέρ της κυβέρνησης. Ο κόσμος θα πάει διακοπές, το θέμα θα υποχωρήσει και θα επανέλθει κάποια στιγμή, προς κύρωση, στο τέλος του χρόνου, όταν θα συζητάμε για προϋπολογισμό και δώρα Χριστουγέννων. Σε δέκα μήνες δεν θα το θυμάται κανείς.