Οσο περνούν τα χρόνια, πληθαίνουν τα γεγονότα που μας εκπλήσσουν. Γεγονότα που απασχολούν τους ιστορικούς, τους πολιτικούς επιστήμονες, τους δημοσιογράφους και τους εν γένει δημοσιολογούντες. Ηρθε επιτέλους τώρα, με το αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών, το «τέλος της Μεταπολίτευσης»; Να ήταν η αναγκαστική επιβολή της μνημονιακής ανασφάλειας και ο κερματισμός του πολιτικού συστήματος τον Μάιο-Ιούνιο του 2012 αυτά που σήμαναν το γκρέμισμα της Μεταπολίτευσης; Μήπως ήταν η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 ή η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 τα κομβικά γεγονότα που οδήγησαν πανηγυρικά την αρχή του νέου μετα-μεταπολιτευτικού κόσμου;
Τελικά, τι ακριβώς είναι η Μεταπολίτευση; Με όρους πραγματολογικούς, η Μεταπολίτευση τελείωσε με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 και την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975. Η βασιλεία καταργήθηκε και άνοιξε η αυλαία της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Με τις προοπτικές του βίου της, μάλιστα, να είναι πολύ πιο αισιόδοξες από τις δύο που προηγήθηκαν. Με όρους πολιτικούς, όμως, η Μεταπολίτευση φθάνει μέχρι τις ημέρες μας.
Στη μεγάλη εικόνα, αυτές που καταγράφονται είναι οι πολλές, αλλεπάλληλες και επιδραστικές ρήξεις και τομές με το παρελθόν. Αλλες σημαντικότερες και άλλες μικρότερες. Χωρίς να λείπουν, φυσικά, και οι συνέχειες. Με κυριότερες την εμπέδωση της δημοκρατίας και την πλειοψηφική αποδοχή του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.
Πράγματι, τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η Ελλάδα πέταξε από πάνω της τον παραθεσμικό μανδύα της μετεμφυλιακής εποχής. Το τέλος της μοναρχίας σηματοδότησε και το τέλος της στρατιωτικής ανάμιξης στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Κάτι που μπορεί σήμερα να φαντάζει δεδομένο, αλλά μόνο εύκολο δεν ήταν.
Ο Καραμανλής έσπασε μια σκληρή σχέση εξάρτησης. Μια σχέση που κράτησε για δεκαετίες και που, κατά όχι και τόσο ειρωνικό τρόπο, είχε βοηθήσει μεν τον ίδιο να ανέλθει στην εξουσία, αλλά ήταν και μια από τις βασικές αιτίες της πτώσης του. Ηταν, φυσικά, και οι χειρισμοί του Στέμματος που οδήγησαν στην απώλεια του θρόνου, αλλά σε μια χώρα όπου η μοναρχία πλειοψηφούσε επί δεκαετίες, το περίπου 70%-30% του 1974 παραμένει μια μεγάλη τομή με το παρελθόν. Δυστυχώς, τόσο η επαναφορά της δημοκρατίας όσο και η αλλαγή του πολιτεύματος πέρασαν από το καμίνι της κυπριακής προδοσίας και της διπλής τουρκικής εισβολής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, τερματίστηκαν τυπικά και ουσιαστικά οι εκκρεμότητες του Εμφυλίου, ενώ στη δημόσια σφαίρα επικράτησε η αντι-δεξιά ταυτότητα, που επί μετεμφυλιακού κράτους παρέμενε κρυμμένη στα συρτάρια χιλιάδων σπιτιών, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο.
Η σημαντικότερη τομή, όμως, του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ότι άνοιξε την πόρτα της οικονομίας –δημόσιας και ιδιωτικής– σε εκατομμύρια Ελληνες, οι οποίοι έως τότε βρίσκονταν στο περιθώριο. Διευρύνθηκαν έτσι και τα εισοδήματα, και η αγοραστική δύναμη των μη προνομιούχων στρωμάτων, γεγονός που οδήγησε σε μια ευρύτερη οικονομική αναδιάταξη, στη λογική της μεσαίας τάξης. Ακόμα μια ρήξη της Μεταπολίτευσης.
Το άτυπο και σε κάποιο βαθμό ανίερο «πολιτικό συμβόλαιο» των ψηφοφόρων με τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό Νέας Δημοκρατίας- ΠΑΣΟΚ διερράγη την εποχή των μνημονίων. Διότι αυτοί που τόσα χρόνια εγγυούνταν τη διατήρηση του μέσου οικονομικού στάτους των νοικοκυριών, κατέστησαν στα μάτια μέρους του λαού «προδότες» των οπαδών τους. Κι έτσι κατακερματίστηκε το πολιτικό σύστημα. Το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ μεγεθύνθηκε. Και ήρθε στην επιφάνεια ο ακροδεξιός αντισυστημισμός.
Πάλι, τότε, θεώρησαν πολλοί ότι φτάσαμε στο τέλος της Μεταπολίτευσης. Επρόκειτο, όμως, για μια ακόμα πρόσκαιρη πολιτική μεταβολή, η οποία άφησε πίσω της ένα σημαντικό ποσοστό αμφισβητιών των πολιτικών, της πολιτικής, του κοινοβουλευτισμού και εν γένει αυτού που αποκαλείται «σύστημα».
Η διπλή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, το 2019 και το 2023, προκάλεσε ακόμα μια ρήξη, καθώς πέραν της κυβερνητικής αναποτελεσματικότητας, καταψηφίστηκε η ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς – τουλάχιστον αυτής που επιβάλλει την αντίδραση σε κάθε τι δεν είναι «δικό μας». Το «όχι σε όλα», αριστερό μοτίβο της Μεταπολίτευσης, φαίνεται να τίθεται στο περιθώριο. Σε αντίθεση, αρχίζουν να εμπεδώνονται άλλες αρχές: Τα πολύπλοκα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα του 21ου αιώνα απαιτούν επαγγελματική αντιμετώπιση.
Ο σύγχρονος κόσμος αλληλοεπιδρά – και εντός αυτού δεν υπάρχουν πια βεβαιότητες. Η Δύση τείνει προς την αποπολιτικοποίηση. Οχι όσον αφορά την ίδια την ενασχόληση των νέων γενεών με την πολιτική, αλλά σε σχέση με την πρόσληψη των υπαρχόντων αφηγημάτων από το ευρύ κοινό. Ειδικά αφηγημάτων που αναπτύσσονται στα άκρα. Τα άκρα θα συνεχίσουν να υπάρχουν, αλλά δεν θα γίνουν ξανά πλειοψηφικά, όπως συνέβη την εποχή του Μεσοπολέμου, όταν η Ελλάδα ζούσε τη Δεύτερη Ελληνική Δημοκρατία.
Η Μεταπολίτευση έγινε ένα εύφορο πεδίο καλλιέργειας και ανάπτυξης όλων αυτών των αλλαγών, των ρήξεων και των τομών. Δεν είναι, όμως, μια εποχή που πρέπει με το ζόρι να «πεθάνει». Ως έννοια ίσως θα μπορούσε να απαλειφθεί – θα πρέπει όμως συλλογικά να παραδεχθούμε ότι η Ελλάδα είναι μια πολύ καλύτερη χώρα από ό,τι ήταν το 1974.
Διάβασα πριν από λίγες μέρες μια συνέντευξη του Στίβεν Πίνκερ, στοχαστή και καθηγητή Ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, στην «Καθημερινή» και στον Μανώλη Ανδριωτάκη. «Προκαλεί και σ’ εμένα έκπληξη το γεγονός ότι μια απλή αναφορά και μόνο στα δεδομένα, σχετικά με το πόσο έχει βελτιωθεί ο κόσμος αντικειμενικά, μπορεί να αντιμετωπιστεί με δυσπιστία, ακόμα και με θυμό (…) Αν είστε επικριτής του status quo, όπως είναι οι περισσότεροι άνθρωποι, είτε από τα δεξιά είτε από τα αριστερά, τότε η ιδέα ότι κάτι πάει καλά μπορεί να είναι ανεπιθύμητη. Σε πολλούς κοινωνικούς αμφισβητίες δεν αρέσει η ιδέα ότι ο κόσμος γίνεται καλύτερος», αναφέρει κυνικά, μεταξύ άλλων, ο Πίνκερ. Είναι κάτι που μου θύμισε τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται πολλοί την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.