Μιλώ με μία 50χρονη Ελληνίδα που δεν παρέστη, στον προ πανδημίας κόσμο, στις κηδείες των γονιών της : «Ετσι τα έφεραν οι περιστάσεις. Ο πατέρας μου πέθανε όταν μόλις είχα τελειώσει το σχολείο. Eκανα τον γύρο της Ευρώπης και βρισκόμουν στο Παρίσι. Hταν αργία Δεκαπενταύγουστου, η πρεσβεία κλειστή, η Ολυμπιακή Αεροπορία δεν απαντούσε, επέστρεψα τελικά μια ημέρα μετά την κηδεία. Η μητέρα μου πέθανε ένα χρόνο αφότου μετανάστευσα. Ολομόναχη σε ξένη χώρα με δυο παιδιά που δεν είχα που να τα αφήσω, τρεις εβδομάδες πριν τελειώσει η σχολική χρονιά».
Τι της άφησε αλήθεια, τώρα που πέρασαν τα χρόνια, ο αποκλεισμός από τον επίσημο αποχαιρετισμό; «Καλύτερα που ήλθαν έτσι τα πράγματα» απαντά. «Μου φαίνεται αδιανόητη η κηδεία σαν ιδέα, με το φέρετρο, με το λάκκο, με το άψυχο σώμα. Θυμάμαι τους γονείς μου στα καλύτερά τους, κοιτάζω φωτογραφίες της νιότης τους και κρατώ από το παρελθόν αυτά που έδωσαν χαρά. Όλα αυτά είναι χειρισμοί της λογικής. Οταν οι άμυνες υποχωρούν, στους μακρινούς περιπάτους που συνηθίζω μόνη μου, εντελώς αναπάντεχα δακρύζω, ένας λυγμός μού κόβει την ανάσα και σκέφτομαι ότι δεν τους έκλαψα αρκετά, ο πόνος ζει μέσα μου πνιγμένος».
Μόνο που ο COVID-19 είναι πολύ πιο ανάλγητος. Γιατί στον καιρό της πανδημίας είσαι μια ανάσα κοντά και δεν μπορείς να αποχαιρετήσεις.
Στις αρχές Μαρτίου ο 46χρονος Γ. Χ. πληροφορείται ότι ο πατέρας και η μητέρα του, ηλικίας 78 και 76 ετών αντίστοιχα, είναι θετικοί στον κορονοϊό. Μετά από μια δεκαήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο αναφοράς, χωρίς βέβαια επισκεπτήριο —«Ξέρεις τι σημαίνει να μην μπορείς ούτε να είσαι έξω από το νοσοκομείο να ρωτήσεις τι κάνει;»— ο πατέρας του πεθαίνει στις 29 Μαρτίου. Ο ίδιος περιγράφει πώς καλείται να συντονίσει ένα «εξαιρετικά πεζό ταξίδι αποδοχής» μιας βαρύτατης απώλειας.
Πρώτα απ’όλα, η συνεννόηση με το γραφείο τελετών που χρειάζεται να ρωτήσει τον ΕΟΔΥ, γιατί δεν γνωρίζει ακόμη τότε το πρωτόκολλο. Υστερα οι καθιερωμένες διαδικασίες, αυτή τη φορά διεκπεραιωτικές και απόκοσμες ταυτόχρονα: η απευθείας μεταφορά του φέρετρου από το νοσοκομείο στο νεκροταφείο, τα «κοράκια» ντυμένα όχι στα μαύρα αλλά με ολόλευκες στολές που θυμίζουν Β movie βιολογικού τρόμου, η τσάτρα πάτρα κηδεία- μετά βίας δέκα λεπτά- φυσικά έξω από την εκκλησία, οι τρεις όλοι και όλοι παριστάμενοι από τον στενότατο οικογενειακό κύκλο, φυσικά με μάσκες, γάντια και σε ασφαλή απόσταση ο ένας από τον άλλο (η δε σύζυγος του εκλιπόντος παραμένει ακόμη τότε έγκλειστη με πυρετό στο σπίτι, απαρηγόρητη η γιατρός κόρη του, «αποκλεισμένη» στο εξωτερικό).
Και μέσα σε όλα το στίγμα: «Ετυχε εκείνη την ώρα να γίνεται και μια άλλη κηδεία, κάποιου νέου. Μόλις μάς βλέπουν έτσι οι άνθρωποι, απομακρύνονται βεβιασμένα. Δεν τους αδικώ. Ομως λες: “Ο πατέρας μου είναι ρε γαμώτο…”». Και o φόβος: «Εβαλε ο άλλος το φτυάρι να ρίξει αμέσως χώμα. Του λέω: “Τι κάνεις εκεί;”. “Κλείνω”, μου απαντάει. Του λέω: “Aν φοβάσαι, μάζεψέ τα και φύγε, θα το κλείσω εγώ και θα σου φέρω το φτυάρι αύριο”. Κατάλαβε. Στάθηκε λίγο παράμερα να τελειώσει το τρισάγιο».
Ο «τελευταίος ασπασμός» δεν θα λάβει χώρα ποτέ. «Είχα νεύρα. Εφερνα στο μυαλό μου εικόνες από άλλες κηδείες αγαπημένων μου προσώπων πχ του παππού μου. Είχα πάντα την αίσθηση ότι θα μπορέσω να φιλήσω τα χέρια του πατέρα μου. Ο παπάς, ο μόνος χωρίς μάσκα, μου ψιθυρίζει: “Νοερά παιδί μου”». Την ίδια ώρα κάποιοι χωριανοί στην Αρκαδία χτυπούσαν πένθιμα την καμπάνα: «Toυ κάναμε εμείς κηδεία στο χωριό!» μου είπαν.
Μετά την ταφή, η συνάντηση με την έγκλειστη και άρρωστη ακόμα μητέρα. «Εκείνη στη μπαλκονόπορτα, εγώ έξω από τα κάγκελα του κήπου. Για ένα τέταρτο σχεδόν, κοιταζόμαστε, χωρίς να μιλάμε». Η ίδια, που στο μεταξύ ανάρρωσε πλήρως, μπόρεσε να επισκεφθεί τον τάφο του συζύγου της τρεις εβδομάδες αργότερα. «Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα μπόρεσα να πάρω τη μάνα μου για πρώτη φορά αγκαλιά να κλάψουμε μαζί τον χαμό του» συνεχίζει ο ίδιος.
Θα ακολουθήσει η εκνευριστική αναλγησία δημοσίων υπηρεσιών, ασφαλιστικών ταμείων, τραπεζών κοκ για τα «διαδικαστικά». «Καλά τα έχουν καταφέρει σε γενικές γραμμές, αλλά λίγη ευαισθησία, ρε παιδιά. Την ώρα που έχεις αυτό το βαρύ φορτίο, που έχεις το πένθος σου (και δεν μιλώ για όσους χάνουν αυτήν την περίοδο δικούς τους μόνο από τον κορονοϊό), είναι άσχημο να μη σου απαντάει κανείς από την άλλη γραμμή…Και γιατί θέλεις να σου φέρω το πρωτότυπο τιμολόγιο του νεκροθάφτη, ρε μεγάλε; Δεν μπορώ να στο σκανάρω και να στο στείλω;»
Το έλεγε και η Λόρεν Κόλινς προ ημερών στον «New Yorker» σε ένα άρθρο με τίτλο «Reinventing Grief in an Era of Enforced Isolation» («Επανεφευρίσκοντας την θλίψη στην εποχή της καταναγκαστικής απομόνωσης»). «Οι ασθένειες δεν έχουν προσωπικότητες» γράφει. «Αν, όμως είχαν, ο SARS-CoV-2 θα ήταν αδιαμφισβήτητα ο “γραφειοκράτης”. Ακόμα και αν δεν σε σκοτώσει, αποκτά εξουσία πάνω στη ζωή σου με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους…». Η Κόλινς, συγγραφέας και ηθοποιός, αναγκάζεται, λόγω πανδημίας, να «αποχαιρετήσει» τον πατέρα της (πέθανε από λευχαιμία) μέσω FaceTime.
«Επιστημονική φαντασία αλλά και η πιο ουσιαστική κηδεία στην οποία έχω “παραστεί”» μου λέει 55χρονη που μετείχε διαδικτυακά στο πένθος ελληνικής οικογένειας που έχασε δικό της άνθρωπο από COVID-19. «Ζούσε με τη γυναίκα και τα παιδιά στη Γαλλία, οπότε η κηδεία έγινε εκεί. Εμείς οι φίλοι του αλλά και τα αδέλφια του (δεν μπορούσαν για λόγους υγείας να ταξιδέψουν) παρακολουθήσαμε λάιβ τη δίγλωσση νεκρώσιμη ακολουθία μέσω Zoom. Η κάμερα εστιασμένη πάνω στο φέρετρο, δίπλα ένα “καβαλέτο” με την φωτογραφία του εκλιπόντος. Κατάνυξη και φοβερή συγκίνηση. Βοηθούσε και το απέριττο σκηνικό, χωρίς πολύ παπαδαριό, οι επικήδειοι που εκφωνήθηκαν, τα συγκινητικά μηνύματα που κατέφθαναν συνέχεια στην πλατφόρμα. Σε μια κανονική κηδεία μπορεί να συναντήσεις κάθε καρυδιάς καρύδι, ενώ όσοι ήμασταν εκεί μπροστά στις οθόνες μας, ήμασταν άνθρωποι που πραγματικά τον είχαμε αγαπήσει».
Ισως κάποια στιγμή αργότερα να υπολογιστεί το ψυχικό κόστος του ανείπωτου αντίο σε όλους αυτούς τους απαρηγόρητους Πριάμους τον καιρό της COVID-19. Στο μεταξύ ας «συμπάσχουμε και ας θρηνούμε μαζί τους», όπως παρότρυνε ο «καθηγητής» στο καθημερινό δελτίο των 6 μ.μ.. «Η αλήθεια είναι ότι για πολλά απογεύματα τον είχα νεύρα τον Τσιόδρα» θα μου πει ο προαναφερθείς Γ.Χ. που έχασε τον πατέρα του. «Τους ανακοίνωνε τους θανάτους σαν δελτίο καιρού. Αν ήταν σε αεροπορικό, θα μιλάγαμε για εθνική τραγωδία. Τελικά, ένα απόγευμα μίλησε και για μας τους συγγενείς και μου γλύκανε την ψυχή».