Στην αποψινή συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων, με αφορμή τις εξεταστικές επιτροπές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ρώτησε τον Αλέξη Τσίπρα: «Δύο μέρες αφότου έφτασαν οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί στην Ελλάδα, τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης έγραφαν ότι τους έχετε υποσχεθεί στον Ερντογάν». Και συνέχισε: «Ισύχει αυτό, κ. Τσίπρα; Πρέπει να μας απαντήσετε τώρα». Και έπειτα επανέλαβε την ερώτηση, με έντονο τρόπο.
Η ερώτηση έγινε στη δευτερολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη, στην οποία αποδομούσε τους συνήθεις ισχυρισμούς του Αλέξη Τσίπρα, που επιστρατεύει όποτε βρίσκεται ζορισμένος τα περί «ηθικού πλεονεκτήματος» της κυβέρνησής του.
Η επιλογή της ερώτησης για να εκθέσει τον Πρωθυπουργό στο συγκεκριμένο θέμα ήταν εξαίρετη. Καλύτερη δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Γιατί αν πράγματι ο πρωθυπουργός μιας δημοκρατικής χώρας, αγνοώντας το Σύνταγμα που έχει ορκιστεί να φυλάσσει και ασεβώντας στη σειρά των νόμων που προστατεύουν τον πυλώνα της Δημοκρατίας, τη διάκριση των εξουσιών, έταξε στον πρόεδρο άλλης χώρας ότι «θα του στείλει πίσω» οκτώ ικέτες στην πατρίδα μας, είναι παντελώς ανάξιος του υψηλού του αξιώματος. Προσβάλλει το Σύνταγμα. Ασελγεί στη Δημοκρατία.
Αυτά θα ίσχυαν ακόμη και αν το «τάξιμο» ήταν στον ηγέτη της πιο δημοκρατικής και φιλελεύθερης χώρας του κόσμου. Αλλά αν έγινε στον Ερντογάν, δηλαδή σε έναν άνθρωπο που έχει ξεσηκώσει τη διεθνή κατακραυγή για τις απάνθρωπες, συνεχείς παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του, τότε ο άνθρωπος που τού έταξε κάτι τέτοιο δεν έχει όχι ηθικό πλεονέκτημα, αλλά ούτε ίχνος ηθικής, όχι μόνο πολιτικής αλλά και ανθρώπινης.
Γι’ αυτούς τους λόγους, όταν άκουσα την ερώτηση του Μητσοτάκη ανατρίχιασα —κυριολεκτώ. Από την ημέρα του Ιουλίου του 2016, που όχι μόνο τα τουρκικά μέσα αλλά και ο ίδιος ο Ερντογάν μάς ανακοίνωσε το «τάξιμο» του Τσίπρα, έχουν κάνει στον έλληνα πρωθυπουργό την ίδια ερώτηση που του έκανε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεκάδες ή και εκατοντάδες αθρογράφοι, και χιλιάδες άλλοι πολίτες, από το βήμα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Ανάμεσά τους τον έχω ρωτήσει αρκετές φορές κι εγώ, μια από αυτές αφιερώνοντάς στην ερώτηση, προ έτους, ολόκληρο άρθρο.
Ο Πρωθυπουργός βέβαια ποτέ δεν κατάδεχτηκε να απαντήσει σε όλους εμάς, τους ταπεινούς, όχι ευθέως και κατηγορηματικά, αλλά ούτε καν με έναν υπαινιγμό. Και όχι μόνο δεν απάντησε ο ίδιος, αλλά δεν έβαλε ούτε και τα υπόγεια του Μαξίμου να εξαπολύσουν κάποιο non-paper. Αυτό δε το τελευταίο ίσως είναι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο από το πρώτο: γιατί και όταν δεν θέλει ο ίδιος να απαντήσει, ο πρωθυπουργός βάζει κάποιον άλλο κάπως να τα μπερδέψει.
Αλλά όλες ο προηγούμενες ερωτήσεις του ίδιου επίμονου ερωτήματος στον Πρωθυπουργό σβήνουν μπρος στη σημερινή. Είναι τελείως άλλο να ρωτάνε μια ερώτηση αρθρογράφοι και άλλα να ερωτάται στην Ολομέλεια της Βουλής, από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό την ανεβάζει σε ένα επίπεδο αναζήτησης της αλήθειας που δεν μπορεί ένας ηγέτης δημοκρατικής χώρας να αποφεύγει, παρά μόνο με σοβαρότατο κίνδυνο στο ήθος, το κύρος, το λειτούργημα που ασκεί, και τον λαό του οποίου κατ᾽ όνομα είναι υπηρέτης.
Περίμενα λοιπόν με κομμένη την ανάσα την απάντηση του Πρωθυπουργού. Και όσο κι αν ό,τι ξέρω για αυτόν με έκανε να πιστεύω ότι μπορεί να μην απαντήσει, ήθελα ταυτόχρονα να έχω άδικο. «Δεν μπορεί», είπα. «Μιας και ρωτήθηκε σε αυτόν τον χώρο, με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παρακάμψει την ερώτηση. Κάπως θα απαντήσει, έστω με μισόλογα, με ήξεις αφήξεις, ή, όπως συνηθίζει, ειρωνευόμενος τον ερωτώντα». Ετσι: όσο κι αν ό,τι ξέρω για τον Τσίπρα με έκανε να πιστεύω ότι το όριο που έθεσε με την ερώτησή του ο Μητσοτάκης είναι μια κόκκινη γραμμή, που δεν μπορεί να ξεπεράσει, όχι μόνο πίστευα, αλλά ομολογώ ότι με κάποιο τρόπο ήλπιζα να απαντήσει, έστω με τον τρόπο του, έστω μισερά ή κάλπικα, έτσι για να μην εξευτελιστεί εντελώς η έννοια της δημοκρατίας σε αυτό τον τόπο.
Κι όμως. Ο Πρωθυπουργός δεν απάντησε στο αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στο φοβερό του ερώτημα δεν απάντησε τίποτε. Δεν είπε τίποτε. Λέξη. Και έπειτα σηκώθηκε κι έφυγε.
Ρωτώ κι εγώ λοιπόν, με τη σειρά μου: Κύριε Πρωθυπουργε, αν η σιωπή σας στο ερώτημα του αν τάξατε τους Οκτώ στον Ερντογάν δεν είναι απάντηση, τότε τι στην ευχή του Θεού είναι;