Tα οικονομικά νέα στο τέλος του έτους είναι καλύτερα από ότι έχουμε συνηθίσει: η οικονομία φαίνεται να έχει περάσει τον κάβο της συνεχούς ύφεσης και να αποκτά μια θετική προοπτική για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Η ανάπτυξη για το σύνολο του έτους θα είναι χαμηλή μεν, αλλά τουλάχιστον θα έχει επιτέλους θετικό πρόσημο και, το κυριότερο, διαγράφει βελτιούμενη πορεία: το δεύτερο εξάμηνο είναι βελτιωμένο σε σχέση με το πρώτο και οι προβλέψεις για το επόμενο έτος είναι ακόμα θετικότερες, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τους διεθνείς οργανισμούς που παρακολουθούν την ελληνική οικονομία.
Αναφέρομαι, φυσικά, στις αρχές Δεκεμβρίου του 2014.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά. Η Βουλή δεν κατάφερε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έγιναν πρόωρες εκλογές και ακολούθησαν έξι μήνες συνεχούς διαπραγμάτευσης μεταξύ της νέας κυβέρνησης και της τρόικας με την προβλέψιμη (και προβλεφθείσα) κατάληξη: συνθηκολόγηση της κυβέρνησης στο ίδιο πρόγραμμα αλλά με capital controls, το τραπεζικό σύστημα υπό κατάρρευση, δεκάδες δισεκατομμύρια επιπλέον δημόσιου χρέους και την οικονομία να έχει πάρει ξανά την κατηφόρα.
Σήμερα, η ελληνική οικονομία έχει πια ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό την σταθερότητα που είχε στα τέλη του 2014 και οι προοπτικές για το 2017 μοιάζουν καλύτερες από οποιαδήποτε στιγμή μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Μπορούμε, λοιπόν, να αξιολογήσουμε με κάποια αποστασιοποίηση τα γεγονότα του 2015-16.
Με την στενή οπτική των αριθμών, η διετία αυτή μοιάζει απολύτως χαμένη καθώς η διαφαινόμενη οικονομική ανάκαμψη ανατράπηκε βίαια και με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Σύμφωνα, όμως, με μια ευρύτερη ανάγνωση, υπάρχουν και θετικά στοιχεία, κυρίως επειδή έσπασε η φούσκα των ανεδαφικών προσδοκιών που είχε ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου της κρίσης ήταν η αναντιστοιχία μεταξύ του μεγέθους των αναγκαίων αλλαγών και της δημόσιας συζήτησης που έγινε γύρω από τις αλλαγές αυτές. Ενώ η έξοδος από την κρίση απαιτούσε, και απαιτεί, βαθιές και επίπονες τομές στην οικονομία και το κράτος, πολλοί Ελληνες πείστηκαν ότι τα αίτια της κρίσης είναι εξωγενή και, συνεπώς, η επιστροφή στην περίοδο παχιών αγελάδων του 2007 ήταν εφικτή με απλές και ανώδυνες πολιτικές – μια έλλειψη αυτογνωσίας που κόστισε πολύ.
Η επικράτηση της άποψης αυτής, καθώς και η υιοθέτηση της από την εκάστοτε αξιωματική αντιπολίτευση (ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης: Νέα Δημοκρατία επί Αντώνη Σαμαρά με τα «Ζάππεια» και ΣΥΡΙΖΑ με το «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης») δημιούργησε μαξιμαλιστικές προσδοκίες και δυσχέρανε το, ήδη πολύ δύσκολο, εγχείρημα της αντιμετώπισης της κρίσης. Αντί να συζητείται, για παράδειγμα, πώς θα επιτευχθεί η μείωση του τεράστιου ελλείμματος με το μικρότερο δυνατό κόστος για τους πιο αδύναμους, ο δημόσιος διάλογος ανέλυε αν είναι απαραίτητη η λιτότητα, με το επιχείρημα ότι οι Ευρωπαίοι φοβούνται την έξοδό μας από το ευρώ και, συνεπώς, θα χρηματοδοτούν εσαεί τις δημόσιες δαπάνες μας. Αντιστοίχως, κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποίησης βαφτιζόταν «ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας» συγκρίνοντας το τίμημα της πώλησης με κάποια υπέρογκη «πραγματική αξία», η οποία όμως δεν ήταν ορατή στους υποψήφιους αγοραστές.
Αυτή ακριβώς η άρνηση από μεγάλο μέρος του κόσμου να αποδεχτεί τι πραγματικά είναι εφικτό, συνέβαλε στην έλλειψη συναίνεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και την σταδιακή εκτράχυνση του δημοσίου διαλόγου: αν υπάρχει εύκολη εναλλακτική στα σκληρά μέτρα που ζητούν οι δανειστές, τότε οι κυβερνήσεις που τα λαμβάνουν δεν ακολουθούν απλώς λανθασμένες πολιτικές αλλά προδίδουν τον λαό που τις εξέλεξε – «δεν είναι τόσο Ελληνες».
Σήμερα, όμως, μετά από δύο σχεδόν χρόνια διακυβέρνησης από ένα κόμμα που ευαγγελιζόταν τον εύκολο δρόμο εξόδου από την κρίση, έχει γίνει κοινός τόπος ότι οι υποσχέσεις αυτές ήταν ανεδαφικές και το εκλογικό σώμα φαίνεται να επιστρέφει στον ρεαλισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «μνημονιοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ δεν συνοδεύτηκε από την δημοσκοπική εκτόξευση των εναπομείναντων αντιμνημονιακών κομμάτων σε αντίθεση με αυτό που συνέβη το 2012, ενώ η Νέα Δημοκρατία έχει αποκτήσει σημαντικό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις παρά την απόφασή της να μην υποσχεθεί εύκολες λύσεις.
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί, πιστεύω, μια σημαντική παρακαταθήκη της, κατά τα άλλα πολύ αρνητικής, διετίας 2015-16. Η διάψευση των προσδοκιών που ώθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δημιούργησε μεγάλη απογοήτευση, αλλά δίνει χώρο για την επανεκκίνηση του δημοσίου διαλόγου σε πιο ορθολογική βάση.
* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Royal Holloway στο Λονδίνο