Τηρώ απαρέγκλιτα έναν «κανόνα» στα πολλά χρόνια που σχολιάζω τα δημόσια πρόσωπα. Ο «κανόνας» αυτός λέει ότι δεν ασχολούμαστε με τα γυναικόπαιδα των πολιτικών, ασχολούμαστε με τους ίδιους. Υπό έναν όρο: ότι τα γυναικόπαιδα δεν πολιτεύονται ή οι πράξεις και τα λόγια τους δεν επηρεάζουν τον δημόσιο βίο.
Ειδικά με τις γυναίκες (των πρωθυπουργών, ας περιοριστούμε σε αυτές, για να μην πελαγώσουμε με όλες τις άλλες) είχαμε και τις δύο εκδοχές. Ας θυμηθούμε εν τάχει:
– Οι δύο σύζυγοι του Ανδρέα Παπανδρέου έγιναν αντικείμενο -και στόχος- κριτικής και πολεμικής, διότι ανακατεύτηκαν στην κυβερνητική πολιτική. Βεβαίως, κάποτε η πολεμική αυτή ξεπέρασε τα όρια, εξ ου και εκείνο το «χτυπάτε εμένα, όχι την Δήμητρα» του Ανδρέα, την περίοδο του 1989.
– Η σύζυγος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μόνο μία φορά απασχόλησε (αρνητικά) τη δημόσια κριτική: το 1991, όταν είχε ένα επεισόδιο με τότε υπουργό, ο οποίος και παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας.
– Οι σύζυγοι των μετέπειτα πρωθυπουργών, η Δάφνη Σημίτη, η Γεωργία Σαμαρά και η Αντα Παπανδρέου ήταν αυτό που λέμε «τύπος και υπογραμμός» και ουδέποτε έδωσαν αφορμή να (επι)κριθούν δημοσίως.
– Η σύζυγος του Κώστα Καραμανλή το ίδιο, δεν παρενέβη στον δημόσιο βίο. Ομως, έγινε αντικείμενο κριτικής για την (ευνοϊκή) ακαδημαϊκή της ανέλιξη.
Και φτάνουμε στο σήμερα, με την Μπέτυ Μπαζιάνα, τη σύντροφο του Αλέξη Τσίπρα. Η οποία (επι)κρίθηκε -δικαίως- όταν έδωσε τη γνωστή πολύκροτη συνέντευξη εκφράζοντας πολιτικές απόψεις (εδώ). Και σήμερα επικρίνεται ξανά για μια (ευνοϊκή) κυβερνητική απόφαση όσον αφορά την επαγγελματική (ακαδημαϊκή) της ανέλιξη.
Ας ξεχωρίσουμε κάτι. Είναι άλλο ο νεποτισμός (οικογενειοκρατία) και άλλο η ρουσφετολογία. Είναι άλλο, δηλαδή, να έχουμε συγγενείς πολιτικών να τους διαδέχονται στην πολιτική και άλλο τα ρουσφέτια στον επαγγελματικό βίο συγγενών πολιτικών. Διαχρονικά, έχουμε και τα δύο φαινόμενα.
Πριν φτάσουμε στο «διά ταύτα» με την κυρία Μπαζιάνα, ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα ενθυμούμενοι κάποια άλλα.
Υπενθύμιση πρώτη: Τα ρουσφέτια πολιτικών σε φιλικά και συγγενικά τους πρόσωπα είναι κανόνας στην ελληνική πολιτική ζωή. Ορισμένα δε, πολύ προκλητικά (εδώ). Ομως είναι μέγιστη υποκρισία να μην παραδεχτούμε ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο, όταν οι ίδιοι πολιτικοί έκαναν ανάλογα ρουσφέτια σε χιλιάδες άλλους (δεν θα έκαναν στους δικούς τους;). Αυτή η παραδοχή για μια αρρώστια της πολιτικής ζωής (όχι μόνο της ελληνικής, θυμηθείτε τι έγινε πρόσφατα με συζύγους και παιδιά πολιτικών στη Γαλλία) δεν μειώνει σε τίποτα το αξιοκατάκριτο της πράξης.
Υπενθύμιση δεύτερη, με δύο εμβληματικά «ρουσφέτια» (θα φανεί αμέσως παρακάτω γιατί βάζουμε τη λέξη σε εισαγωγικά), ένα παλιό κι ένα σύγχρονο.
Το πρώτο: Ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεψε στην Ελλάδα το 1961, για να αναλάβει την προεδρία του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος -λένε οι ιστορικές γλώσσες- ικανοποίησε την επιθυμία του μεγάλου πολιτικού αντιπάλου του να δει τον γιο του να επιστρέφει στην Ελλάδα. Τυπικά ήταν ένα ρουσφέτι του Καραμανλή στον Γεώργιο Παπανδρέου. Ουσιαστικά ο ισχυρισμός αυτός είναι αστείος. Ο Ανδρέας ήταν ήδη καταξιωμένος καθηγητής στις ΗΠΑ και καταλληλότερος να αναλάβει το Κέντρο αυτό.
Το δεύτερο: Το 2000 ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσελήφθη σε διευθυντική θέση στην Εθνική Τράπεζα. Κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη. Ηταν «ρουσφέτι» η πρόσληψη αυτή; Υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες. Η πρώτη λέει «όχι», διότι ο προσληφθείς διέθετε όλα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Σύμφωνα με τη δεύτερη, μπορεί να μην προσλαμβανόταν ποτέ, αν δεν έφερε αυτό το επώνυμο, δηλαδή αν δεν είχε το «ενδιαφέρον» του πατέρα του.
Και τώρα στο (επίμαχο) σημερινό. Ερώτημα πρώτον: Εχει η κυρία Μπαζιάνα όλα τα προσόντα για να καταλάβει τη θέση που κατέλαβε; Δεν είδα κανέναν να ισχυρίζεται το αντίθετο. Ερώτημα δεύτερον: Ηταν ρουσφέτι ο διορισμός της; Σύμφωνα με τη δεύτερη οπτική γωνία, που είδαμε αμέσως παραπάνω, ναι, ήταν. Αν δεν ήταν σύντροφος του Πρωθυπουργού, μπορεί και να μην είχε καταλάβει τη θέση.
Γνωρίζω ότι επ’ αυτών οι γνώμες διχάζονται. Θα υποστηρίξω την πιο «παλιομοδίτικη». Οταν τα παιδιά και οι γυναίκες όλων των κοινών θνητών δεινοπαθούν για μια θέση εργασίας, οι συγγενείς των πολιτικών δεν πρέπει να καταλαμβάνουν κρατικές θέσεις όσο οι δικοί τους είναι (τουλάχιστον) στην εξουσία. Ετσι έπρεπε να γίνει και σήμερα. Η κυρία Μπαζιάνα να την διεκδικούσε -και πιθανότατα θα την καταλάμβανε, δεν έχει εκλείψει η πολιτική «αλληλεγγύη» επ’ αυτών… – όταν ο Τσίπρας δεν θα ήταν Πρωθυπουργός.
Αν αυτό συνέβαινε (διαχρονικά), θα ήταν καλύτερα και για τους Καίσαρες και για τις συζύγους τους…