Απόψεις

Τα «καθεστώτα» χρειάζονται (και) ψήφους

Ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ διακατέχονται από το άγχος της αριστερής παρένθεσης. Γι’ αυτό επιδιώκουν τη δεξιά παρένθεση. Αλλά σε μια χώρα που σε λίγο δεν θα ελέγχει τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις της και χιλιάδες κάτοικοί της φεύγουν στο εξωτερικό, είναι τύφλωση οι πολιτικές δυνάμεις της να αλληλοϋπονομεύονται
Γιώργος Καρελιάς

Τα εκλογικά συστήματα έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά για την εξυπηρέτηση των στενών κομματικών συμφερόντων των κυβερνητικών κομμάτων. Το ίδιο πάει να κάνει σήμερα και ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, όμως, υπερβολή ή σκόπιμη παραπληροφόρηση ο ισχυρισμός ότι η επιδίωξη αυτή είναι αποκλειστικό προνόμιό του.

Ιστορικά έχουν καταγραφεί ανάλογες τέτοιες επιδιώξεις και μάλιστα σε πολύ χειρότερο βαθμό από τη σημερινή. Για παράδειγμα, στις εκλογές του 1956 πρώτο κόμμα ήρθε η κεντρώα Δημοκρατική Ενωσις, αλλά η δεύτερη ΕΡΕ πήρε περισσότερες έδρες και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση! Στις εκλογές του 1977, για να μπει ένα κόμμα στη δεύτερη κατανομή έπρεπε να ξεπεράσει το θηριώδες όριο του 17%! Ηταν οι «καλπονοθευτικοί νόμοι της Δεξιάς».

Το ΠΑΣΟΚ, ερχόμενο στην κυβέρνηση το 1981, τους βελτίωσε, αλλά «ξέχασε» την υπόσχεσή του για απλή αναλογική. Μάλιστα, λίγο πριν πέσει από την εξουσία, έφτιαξε έναν εκλογικό νόμο (σχεδόν απλή αναλογική), με στόχο να εμποδίσει τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να σχηματίσει κυβέρνηση.

Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε το 2004, όταν ο «νόμος Σκανδαλίδη» της κυβέρνησης Σημίτη επέβαλε αναλογικότητα πάνω από 85% στην κατανομή των εδρών και παράλληλα εισήγαγε μπόνους 40 εδρών για το πρώτο κόμμα. Το 2008 ο «νόμος Παυλόπουλου» της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή διατήρησε την υψηλή αναλογικότητα και αύξησε το μπόνους σε 50 έδρες.

Με τον νόμο αυτό κυβερνά σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και είχε ευκαιρία να τον αλλάξει στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Δεν το έκανε γιατί τον βόλευε, επειδή ήταν πρώτο κόμμα.  Θέλει να τον αλλάξει σήμερα, επειδή γνωρίζει ότι στις επόμενες εκλογές δεν θα είναι πρώτο κόμμα. Οι του ΣΥΡΙΖΑ διακατέχονται από το άγχος της αριστερής παρένθεσης και προσπαθούν να φτιάξουν τη δεξιά παρένθεση. Δηλαδή, η ΝΔ να κυβερνήσει μια φορά και μετά να πέσει θύμα της  απλής αναλογικής.

Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι θα χάσει και προσπαθεί να εμποδίσει τον κ. Μητσοτάκη. Κι αν όχι στις επόμενες εκλογές (αφού θα ισχύσει μάλλον ο σημερινός νόμος), στις μεθεπόμενες, αν και όταν ισχύσει η απλή αναλογική

Με τέτοιους κυνικούς υπολογισμούς, αλλάζουν οι εκλογικοί νόμοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ό,τι και οι προκάτοχοί του, όταν βρίσκονταν σε δύσκολή θέση. Δεν ενδιαφέρεται για την εξυγίανση της πολιτικής ζωής. Για παράδειγμα, η πρότασή του δεν περιλαμβάνει την κατάτμηση των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, που όλοι αναγνωρίζουν ότι αποτελούν στρέβλωση και πεδίο αδιαφάνειας και διαφθοράς στην εκλογή των βουλευτών. Ομως, δεν το κάνει αυτό για να συντηρήσει τη διαφθορά, αλλά γιατί του το ζήτησαν ο κ. Κουτσούμπας (το ΚΚΕ ελέγχει παραδοσιακά τη σταυροδοσία των βουλευτών του) και ο κ. Λεβέντης. Και επειδή ο κ. Τσίπρας υπολογίζει στις ψήφους του ΚΚΕ και της Ενωσης Κεντρώων, μπας και περάσει ο νόμος με 200 ψήφους, ώστε να ισχύσει από τις επόμενες (και όχι μεθεπόμενες εκλογές), τούς έκανε το χατίρι.

Η επιδίωξη, λοιπόν, του κ. Τσίπρα σήμερα δεν διαφέρει από ανάλογες του παρελθόντος. Και δεν είναι  έντιμο οι αντίπαλοί του να της προσδίδουν «εγκληματικές» διαστάσεις ή να υποκρίνονται ότι τέτοια τερτίπια έχουμε για πρώτη φορά. Η απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ είναι το ίδιο έντιμη (ή ανέντιμη) με την ενισχυμένη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Ομως, στη σημερινή συγκυρία η θεσμοθέτησή της αποτελεί λάθος. Διότι θα οδηγήσει σε παραλυτική ακυβερνησία. Ενα απλό παράδειγμα αρκεί: αν ίσχυε η απλή αναλογική στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015,  ο κ. Τσίπρας δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση (όχι μόνο με τις ψήφους των βουλευτών των ΑΝΕΛ αλλά) ούτε και αν είχαν προστεθεί το Ποτάμι και η Ενωση Κεντρώων. Εκεί, δηλαδή, που τώρα χρειάζονται δύο κόμματα, αύριο μπορεί να χρειάζονται τέσσερα ή και πέντε.

Πρόκειται για μικροκομματικό τερτίπι και όχι για σχέδιο, δήθεν, του κ. Τσίπρα να γίνει «καθεστώς». Η ανάγνωση αυτή είναι λανθασμένη. Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι θα ηττηθεί στις επόμενες εκλογές και απλώς προσπαθεί να εμποδίσει  τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον βασικό αντίπαλό του Κυριάκο Μητσοτάκη. Τι «καθεστώς» να γίνει (ο κ. Τσίπρας) , (ότ)αν θα έχει βγει από τις κάλπες καθημαγμένος; Τα «καθεστώτα» (στη Δύση) χρειάζονται και ψήφους. Στη Μεταπολίτευση τα κόμματα που κυριάρχησαν, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εξελίχθηκαν σε «καθεστώς», αλλά με τη λαϊκή βούληση: συγκέντρωναν ποσοστά από 40% έως σχεδόν 50%. Τι «καθεστώς» να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό γύρω στο 30% και αν το έχει;

Τα πράγματα, λοιπόν, είναι καθαρά. Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι θα χάσει και προσπαθεί να εμποδίσει τον κ. Μητσοτάκη. Κι αν όχι στις επόμενες εκλογές (αφού θα ισχύσει μάλλον ο σημερινός νόμος), στις μεθεπόμενες, αν και όταν ισχύσει η απλή αναλογική. Ζήσε Μάη μου, δηλαδή.

Ο κίνδυνος δεν είναι το «καθεστώς» Τσίπρα. Είναι άλλος. Πρώτον, η ακυβερνησία. Το έχουν παραδεχθεί και σημερινά κυβερνητικά στελέχη (εδώ). Και, δεύτερον, οι κυβερνήσεις να ασχολούνται με το εκλογικό σύστημα και το πώς θα παραμείνουν στην εξουσία σε μια χώρα που καταρρέει μέρα με τη μέρα. Γι’ αυτό η ευθύνη των μικρότερων κομμάτων ίσως αποδειχθεί μεγαλύτερη.

Σε μια χώρα που σε λίγο δεν θα ελέγχει τις περισσότερες τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις και χιλιάδες κάτοικοί της φεύγουν στο εξωτερικό από απελπισία, είναι τύφλωση οι πολιτικές δυνάμεις της να αλληλοϋπονομεύονται με απλές και ενισχυμένες αναλογικές. Αφού εξέλιπε η απλή λογική…