Eχουμε ένα χρεωκοπημένο σύστημα επικουρικής – συμπληρωματικής ασφάλισης. Αργά ή γρήγορα θα το αντικαταστήσουμε με ένα σύγχρονο, ανταποδοτικό, πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα, αναπτύσσοντας 2ο και 3ο πυλώνα ασφάλισης. Πιθανόν να το είχαμε κάνει ήδη, αν δεν ήταν τόσο δύσκολη η μετάβαση στο νέο, τόσο μεγάλα τα χρηματοδοτικά κενά που δημιουργούνται.
Σήμερα παρουσιάζεται μια ευκαιρία χρηματοδότησης, από τις σπάνιες στην περίοδο της κρίσης, αξιοποιώντας το δημοσιονομικό περιθώριο που δημιουργείται από τα αντίμετρα της β΄ αξιολόγησης.
Ο 2ος και ο 3ος πυλώνας Ασφάλισης
Λόγω της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού, πανευρωπαϊκά κυριαρχεί η τάση ενίσχυσης του 2ου (επαγγελματική ασφάλιση) και 3ου (αυτασφάλιση) πυλώνα ασφάλισης. Οι πυλώνες αυτοί λειτουργούν ως συμπληρωματικός/επικουρικός βραχίονας της σύνταξης που παρέχει ο υποχρεωτικό-κρατικό-ασφαλιστικός φορέας του 1ου πυλώνα ασφάλισης εδώ. Ο θεσμός των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (πυλώνας ΙΙ) υιοθετήθηκε και στην ελληνική νομοθεσία με το ν. 3029/2002 αλλά μέχρι σήμερα βρήκε ελάχιστη ανταπόκριση. Και παρά τις πολλές και δύσκολες παρεμβάσεις/μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα τα τελευταία χρόνια, δεν έγιναν προσπάθειες ανάπτυξης του 2ου και 3ου πυλώνα.
Οχι πως έλειψαν οι προτάσεις, έλειπε όμως η πολιτική βούληση και τόλμη. Και ο λόγος είναι, κυρίως, ταμειακός: είναι τόσο υψηλό το σύνολο του ποσοστού των ασφαλιστικών εισφορών για κύρια και επικουρική ασφάλιση, επιβαρύνεται τόσο πολύ το εργατικό κόστος των επιχειρήσεων και η ανταγωνιστικότητα, που δεν υπάρχουν περιθώρια διάθεσης επιπλέον ποσοστού προς την επαγγελματική ασφάλιση.
Πολλά έχουν γραφτεί για την αναγκαιότητα του 2ου και 3ου πυλώνα ή ακόμα και ενός πλήρως κεφαλαιοποιητικού συστήματος επικουρικής ασφάλισης, όπως προτείνει η επιτροπή σοφών (Παράρτημα Ι εδώ). Αλλά η μετάβαση από το σημερινό μπάχαλο σε ένα βιώσιμο, λειτουργικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης σκοντάφτει σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: τη χρηματοδότηση. Γιατί η μετάβαση προϋποθέτει ότι θα απελευθερωθούν πόροι από το υπάρχον σύστημα για να κατευθυνθούν στις νέες μορφές ασφάλισης.
Για παράδειγμα, σε ένα νέο, πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης οι καταβληθείσες εισφορές θα σωρεύονται ως αποθεματικά στους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων. Σήμερα όμως οι εισφορές της επικουρικής ασφάλισης χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των υφιστάμενων επικουρικών συντάξεων. Αν αυτό αλλάξει, τα κεφάλαια αυτά θα λείψουν από τον προϋπολογισμό της κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό είναι πρόβλημα δισεπίλυτο, εξαιτίας του η ανάπτυξη του 2ου πυλώνα παραπέμπεται στις καλένδες.
Τα Αντίμετρα είναι η μεγάλη ευκαιρία
Τα μέτρα που ζητάει το ΔΝΤ ύψους 2% του ΑΕΠ δημιουργούν ένα ισοδύναμο «δημοσιονομικό μαξιλάρι» ύψους 2%. Αυτό που ονομάζει η κυβέρνηση «αντίμετρα». Τα έσοδα των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης από τις επικουρικές ανέρχονται σε 1,2%-1,3% του ΑΕΠ. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να καλύψουμε το κενό που θα δημιουργούσε η κατάργηση της καταβολής εισφορών για επικουρική ασφάλιση χρησιμοποιώντας τμήμα των αντιμέτρων.
Σκοπός του άρθρου δεν είναι να περιγράψει τις τεχνικές λεπτομέρειες του τρόπου κατάργησης των επικουρικών ούτε να καταθέσει προτάσεις για το σύστημα που θα μπορούσε να υποκαταστήσει την επικουρική ασφάλιση. Θέλω μόνο να σημειώσω εμφατικά ότι η εμμονή του ΔΝΤ και τα δυσάρεστα μέτρα που καλούμαστε να υιοθετήσουμε είναι η ευκαιρία να χρηματοδοτήσουμε μια μεταρρύθμιση αναγκαία και ωφέλιμη για την κοινωνία και την οικονομία. Στη συνέχεια θα εξηγήσω α) γιατί κανείς δεν θα χάσει από την κατάργηση της επικουρικής ασφάλισης και β) γιατί η επικουρική ασφάλιση, όπως τη ξέρουμε σήμερα, πρέπει να καταργηθεί.
Κανείς δεν θα χάσει
Είναι κρίσιμο να διευκρινιστεί πως από ενδεχόμενη κατάργηση της επικουρικής ασφάλισης κανείς ασφαλισμένος δεν χάνει τις εισφορές του, κανείς συνταξιούχος δεν χάνει τη σύνταξή του.
Πρακτικά θα συμβούν περίπου τα ακόλουθα:
α) Ενσωμάτωση της επικουρικής στην κύρια σύνταξη. Θα χορηγείται μία νέα, υψηλότερη κύρια σύνταξη σε αντικατάσταση της παλαιάς (χαμηλότερης) κύριας σύνταξης και της πρώην επικουρικής. Με τη νέα μορφή του Ασφαλιστικού η συγχώνευση κύριας και επικουρικής καθίσταται ευκολότερη και διαφανέστερη. Διότι οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως συνάρτηση των συνολικών εισφορών εκάστου ασφαλισμένου. Θα αθροίζονται όλες οι εισφορές που κατέβαλε ο ασφαλισμένος στη διάρκεια του εργασιακού του βίου τόσο για κύρια όσο και για επικουρική σύνταξη. Κατά συνέπεια, θα προκύπτουν υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές και, άρα, υψηλότερη νέα κύρια σύνταξη.
β) Η καταβολή εισφορών για τους νυν ασφαλισμένους καταργείται. Απελευθερώνονται έτσι πόροι, τους οποίους ο ασφαλισμένος μπορεί να χρησιμοποιήσει για την συμμετοχή του σε ένα άλλο σχήμα π.χ. ένα επαγγελματικό ταμείο (2ος πυλώνας) που υποκαθιστά τη λειτουργία της επικουρικής ασφάλισης.
Η μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα μπορεί να γίνει άμεσα για όλους χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες. Ενας ασφαλισμένος π.χ. που βρίσκεται στη μέση του εργασιακού του βίου και κατέβαλλε επί 20 χρόνια εισφορές επικουρικής ασφάλισης, σταματά αμέσως να καταβάλει εισφορές για επικουρική. Ο,τι καταβλήθηκε στα 20 χρόνια θα συνυπολογιστεί στον υπολογισμό της κύριας σύνταξής του, η οποία θα αυξηθεί αντίστοιχα. Και για το υπόλοιπο του ασφαλιστικού του βίου, θα διοχετεύει τους πόρους που απελευθερώθηκαν στο νέο ασφαλιστικό πρόγραμμα που θα υποκαταστήσει την επικουρική ασφάλιση.
Το τέλος των επικουρικών
Η συγχώνευση επικουρικών και κύριων συντάξεων δεν είναι καινούρια ιδέα. Υπάρχει ως ειδική πρόταση ήδη στην πρόταση-έκθεση Γιαννίτση για το Ασφαλιστικό (2001 – σελ. 34 εδώ). Αντίστοιχη πρόταση κατέθεσε και ο κ. Κατρούγκαλος τον Οκτώβριο του 2015 (εδώ). Εκείνες οι προτάσεις είχαν άλλη δομή και άλλη στόχευση. Μοιράζονταν ωστόσο, μια κοινή αφετηρία: ενώ κύρια και επικουρική ασφάλιση έχουν διαφορετική αρχιτεκτονική, ρόλο και χαρακτηριστικά, στη χώρα μας εξομοιώθηκαν με τον τρόπο που εφαρμόστηκαν. Γι’ αυτό δεν παραβιάζεται ουσιωδώς κάποιο ασφαλιστικό δικαίωμα των ασφαλισμένων, αν οι καταβληθείσες εισφορές για επικουρική θεωρηθούν εισφορές που καταβλήθηκαν για κύρια ασφάλιση.
Κατά κανόνα, η επικουρική ασφάλιση έχει χαρακτήρα κυρίως ανταποδοτικό. Και η αναδιανεμητική διάσταση της κοινωνικής ασφάλισης εξαντλείται στο σύστημα των κύριων συντάξεων. Η κύρια σύνταξη, δηλαδή, διασφαλίζει μέσω της αναδιανομής ένα κοινωνικά αποδεκτό minimum επιπέδου διαβίωσης για όλους. Και η επικουρική συμπληρώνει την κύρια σύνταξη, ώστε κάθε ασφαλισμένος να διατηρεί, κατά το μάλλον ή ήττον, το επίπεδο διαβίωσης που απολάμβανε και ως εργαζόμενος. Για να επιτελέσει, λοιπόν, το ρόλο της η επικουρική ασφάλιση, πρέπει οι παροχές που επιστρέφονται στον ασφαλισμένο να είναι ανάλογες του επιπέδου διαβίωσης, δηλαδή του εισοδήματος, δηλαδή των εισφορών του. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι εφαρμόζεται στη χώρα μας.
Παλαιότερα, όταν το σύστημα ήταν ανώριμο-νέο και η αναλογία δικαιούχων προς ασφαλισμένους μεγάλη, δόθηκαν στους δικαιούχους παροχές όχι διπλάσιες, όχι τριπλάσιες, αλλά πολλαπλάσιες των καταβληθεισών εισφορών. Σε κάποια επικουρικά Ταμεία, για να δοθούν ακόμα περισσότερες παροχές στους ασφαλισμένους, επινοήσαμε τους «κοινωνικούς πόρους», φουσκώναμε δηλαδή με χρήματα των φορολογουμένων τις επικουρικές συντάξεις κάποιων επαγγελματικών ομάδων.
Σήμερα, όμως, οι επικουρικές συντάξεις συρρικνώνονται ανεξαρτήτως του ύψους των εισφορών που κατέβαλαν οι ασφαλισμένοι. Μόλις πέρσι μάλιστα αυξήσαμε το % εισφορών από 6% σε 7%, όχι για να λάβουν στο μέλλον υψηλότερη επικουρική σύνταξη εκείνοι που εισφέρουν σήμερα περισσότερα, αλλά για να μη λάβουν χαμηλότερη επικουρική εκείνοι που εισπράττουν σήμερα.
Η επικουρική ασφάλιση δεν ανταποκρίνεται στους στόχους που υποτίθεται πως εξυπηρετεί και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο λειτουργικό σύστημα επικουρικής-συμπληρωματικής ασφάλισης.
Διαφάνεια και ανταποδοτικότητα
Δίνουμε το 40% των μικτών αποδοχών μας για ασφάλιση. Σε ανταπόδοση, στο μέλλον το κράτος θα μας παρέχει κύρια σύνταξη, επικουρική σύνταξη, εφάπαξ. Oλοι αντιμετωπίζουμε καχύποπτα τις μελλοντικές υποσχέσεις του κράτους – η χαμηλή φερεγγυότητά του είναι παροιμιώδης πια. Και μην ξεχνάμε πως η δυσαρέσκεια για τις υψηλές εισφορές είναι ανάλογη της αναξιοπιστίας της Πολιτείας.
Oποιο σύστημα υποκαταστήσει την επικουρική ασφάλιση (ιδιωτικό ή δημόσιο, υποχρεωτικό ή προαιρετικό) θα πρέπει να είναι διαφανές, κεφαλαιοποιητικό και ανταποδοτικό. Ο ασφαλισμένος πρέπει είναι σε θέση να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή το ύψος του επενδυτικού του λογαριασμού και πού έχουν τοποθετηθεί τα κεφάλαιά του, το είδος των επενδύσεων.
Είναι τέτοια η απαξίωση του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος στη συνείδηση των πολιτών, που η διαφάνεια και η ανταποδοτικότητα πρέπει να είναι διασφαλίζονται απολύτως στο νέο σύστημα επικούρησης, όποια μορφή και αν έχει.
Χαμηλόμισθοι & Επικουρικές
Με το ισχύον ασφαλιστικό, εργαζόμενος με 35 εργασιακά έτη και συντάξιμες αποδοχές 700€ έχει ποσοστό αναπλήρωσης 90-100%. Δηλαδή, η κύρια σύνταξη αναπληρώνει σε απόλυτο βαθμό το επίπεδο των εισοδημάτων που είχε κατά τον εργασιακό του βίο. Συνεπώς, για τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους δεν έχει κανένα νόημα η συμμετοχή σε ένα σχήμα επικουρικής ασφάλισης, που στοχεύει στη συμπλήρωση της κύριας σύνταξης και την κατά το δυνατόν διατήρηση του επιπέδου διαβίωσης του ασφαλισμένου κατά τη συνταξιοδότηση. Oποιο σχήμα ασφάλισης και αν αντικαταστήσει την επικουρική ασφάλιση (ιδιωτικό ή δημόσιο, υποχρεωτικό ή προαιρετικό) θα μπορούσε να εξαιρεί τους χαμηλόμισθους από την υποχρεωτική συμμετοχή. Η απαλλαγή των χαμηλόμισθων από την υποχρέωση καταβολής εισφορών για επικουρική ασφάλιση μπορεί να αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τις απώλειες που θα υποστούν από τη μείωση του αφορολογήτου. (Οι υπάλληλοι με ετήσιες μικτές αποδοχές ~10.000 ή 700€ μηνιαίως θα υποστούν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία επιβάρυνση από τη μείωση του αφορολογήτου).
Ανάλογα δε με τη δομή και τα χαρακτηριστικά του συστήματος που θα αντικαταστήσει την επικουρική ασφάλιση, η μεταρρύθμιση αυτή θα μπορούσε να συνδυαστεί και με: α) την ελάφρυνση των χαμηλόμισθων, β) τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών για τις επιχειρήσεις και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Πρόκειται δηλαδή για μια μεταρρύθμιση και ένα πακέτο αντιμέτρων συμβατό με τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας & οικονομίας.
ΔΕΣΦΑ – Εφάπαξ
Ο,τι προανέφερα για τις επικουρικές και την ανάγκη αντικατάστασής τους από ένα διαφανές ανταποδοτικό και κεφαλαιοποιητικό σύστημα, ισχύει φυσικά και για τα εφάπαξ. Η ιστορία με το εφάπαξ του προέδρου της ΔΕΣΦΑ αποκαλύπτει τον αυθαίρετο και παράλογο τρόπο, με τον οποίο το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας καθορίζει ακόμα τις παροχές των ταμείων προς τους ασφαλισμένους. Ναι, είναι απολύτως παράλογο να λαμβάνει οποιοσδήποτε πολύ υψηλότερο εφάπαξ μόνο και μόνο επειδή διετέλεσε μερικές μέρες διευθύνων σύμβουλος στην εταιρεία του. Ανεξάρτητα από τις εισφορές του! Κι αυτό δεν έχει καμιά φιλοσοφική διάσταση, όπως πιστεύει ο κ. Σταθάκης (εδώ). Είναι η πρακτική συμπύκνωση του φαβοριτισμού και του παραλογισμού¹ του ασφαλιστικού μας συστήματος.
Παραλογισμός που ήταν κοινωνικά αποδεκτός όσο υπήρχε η δυνατότητα (δανεικά) να αποδίδονται σε όλους περισσότερα απ’ όσα εισέφεραν. Τώρα, η τόσο ακραία αναντιστοιχία εισφορών και παροχών θεωρείται από όλους αντικοινωνική. Η κύρια σύνταξη μπορεί να αποκλίνει από τον κανόνα της ανταποδοτικότητας διότι –και πολύ σωστά– έχει αναδιανεμητική διάσταση. Στις επικουρικές και στο εφάπαξ, όμως, ας τελειώνουμε με τα παράλογα.
Σημειώσεις
¹ Ο μέσος εργαζόμενος κατά τον εργασιακό του βίο υπηρετεί για πολλά έτη σε κατώτερες διοικητικές θέσεις με χαμηλότερο μισθό, και προς το τέλος της καριέρας του για λιγότερα έτη σε ανώτερες διοικητικές θέσεις με υψηλότερο μισθό. Το σύστημα, δηλαδή, εισέπραττε επί δεκαετίες εισφορές κλητήρα και κατέβαλλε παροχές διευθυντή ή διευθύνοντος συμβούλου!