Λέω να γίνουμε Σύροι έστω για μια νύχτα. Οχι, δεν εφευρέθηκε ακόμη προσομοίωση εθνικότητας, αν και υποψιάζομαι πως κάτι θα έχουν σκεφτεί αυτοί οι άπαιχτοι εκεί στα γουορκσόπια στα Σίλικον Βάλεϊ, κάτι σαν ηλεκτρονικό παιχνίδι ρόλων—pro από το πρόσφυγας.
Μην αγριεύεστε, τίποτα φοβερό δεν φαντάζομαι. Ούτε φωτιά να ρίχνει ο ουρανός ούτε αίμα αδελφικό και σπίτια κατεστραμμένα ούτε πόλεις βομβαρδισμένες απ’ το πιο μεγάλο μίσος, το εμφύλιο. Λέω να γίνουμε Σύροι μόνο για ένα βράδυ, ένα one night stand προσφυγιάς.
Πρώτα, λέω, να μαζέψουμε τ’ απαραίτητα και τα χρειώδη, αυτά χωρίς τα οποία δεν ζούμε – με σκέψη και με σχέδιο – και να τα βάλουμε σε έναν σάκο. Ο,τι γουστάρει κι αξιολογεί ως απαραίτητο ο καθείς: τα άϊ φόνια, τα γουάϊρλες και τα ταμπλέτια με τους φορτιστές, άνορακ, χοντρές κάλτσες και ρίμελ αδιάβροχα, mp3 με Μόνικα ή Μαζοχάκη και σελφομπάστουνα, υπνόσακους, αρβυλάκια, καμιά φανέλα του ΠΑΟΚ ή και τη μηχανή του εσπρέσσο – πιθανολογώ επιλογές ενδεικτικά.
Μετά λέω να κατεβάσουμε απ’ την αποθήκη εκείνη την ξεχασμένη σκηνή απ’ τ’ αρχαία χρόνια προ χλίδας, τότε που ήμασταν του ελεύθερου κάμπιγκ. Να πείσουμε τα παιδιά και την-τον σύντροφο, που θα ξινίζουν, ν’ ακολουθήσουν (τι λες τώρα !!! ΤΟ ακατόρθωτο…). Και μετά, αφού φορτωθεί ο καθείς την προίκα του, απ’ όπου είμαστε, απ’ όπου είναι το δυάρι του μικροβασιλείου μας, να ξεκινήσουμε να περπατάμε. Ποδαράτα από Χαλάνδρι, Κοκκινιά, Σταυρούπολη, Ψηλαλώνια ή Κουλέ Καφέ και, ελπίζω με καλό καιρό, ας ξεκινήσουμε να βαδίζουμε. Ναι, παραλείπω σκόπιμα τη διάσχιση πελάγους – δεν αντέχεται ούτε και σαν στοιχείο προσομοίωσης.
Με προσοχή στους μικρούς και τους αδύναμους, στοιχημένοι ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, στην άκρη της Εθνικής, ας περπατήσουμε βόρεια, κατά Ειδομένη μεριά. Οσο χρειαστεί η κάθε παρέα, η κάθε ομάδα, η κάθε περιπατητική απόπειρα για να φτάσει εκεί—οι maps του Γούγλιου να ‘ναι καλά.
Φτάνοντας στην Ειδομένη, κομμάτια από την κούραση οι άμαθοι, ας ξεφορτώσουμε όχι βέβαια στον χώρο του πυρήνα των προσφύγων (έχουν οι άνθρωποι το δράμα τους, να φορτωθούν και ψωνάρες;) αλλά σε κανένα χωράφι παραδίπλα. Με όσα θυμάται ο καθένας απ’ τα σκηνάκια στον στρατό, ας στήσουμε τη θερινή σκηνή μας μέσα σ’ ένα χωράφι, στη μέση του πουθενά κι ας ετοιμαστούμε για τον ερχομό της νύχτας. Τι κι αν η καλή μας θα μιρμιράει και θα ψάχνει για το μπάνιο, τι κι αν τα μικρά θα ρωτάνε πού πουλάνε χάμπουργκερ ή θα παραπονιούνται για το Ιντερνετ.
Εκεί, στη μέση του πουθενά, στη λάσπη και στο χώμα, χωρίς φώτα και μες στο αγιάζι, καθώς η άνοιξη η αλήτισσα αρνείται να ‘ρθει φέτος, προτείνω ν’ απλώσουμε την προίκα μας και να στρώσουμε να κοιμηθούμε. Οσο γίνεται, όσο αντέχουμε, όπως μπορεί ο καθένας.
Καθώς θα ξημερώνει επί δικαίων και αδίκων, ξάγρυπνοι, ξεπαγιασμένοι και στο σημείο μηδέν, θα μπορούμε πια να έχουμε γνώση, λόγο και άποψη επί του Προσφυγικού.