Το Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 έδωσε μια σημαντική υπόσχεση προς την Ελλάδα σχετικά με το χρέος: «Τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα μελετήσουν περαιτέρω μέτρα και αρωγή (όπως η μείωση επιτοκίων)… όταν η Ελλάδα φτάσει σε ένα ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα…» έτσι ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους.
Τα επόμενα χρόνια, όμως, ενώ η κυβέρνηση έπιασε τους στόχους του Μνημονίου, η υπόσχεση αυτή δεν τηρήθηκε. Αρχικά έπρεπε να γίνουν οι γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013 πριν συζητηθεί η ελάφρυνση. Μετά έπρεπε να περάσουν οι ευρωεκλογές του Μαΐου 2014 ενώ το καλοκαίρι του 2014 η διαφαινόμενη προεκλογική περίοδος πάγωσε την όλη διαδικασία. Τέλος, μετά τις εκλογές του Γενάρη 2015, η συγκρουσιακή σχέση της νέας ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα (καθώς και το πισωγύρισμα στους δημοσιονομικούς στόχους) έβγαλε εντελώς από την ατζέντα την ελάφρυνση χρέους, τουλάχιστον από την πλευρά των δανειστών.
Η βασική αιτία για την αθέτηση της ευρωπαϊκής δέσμευσης του Νοεμβρίου 2012 ήταν το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους για τις κυβερνήσεις των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Η πολιτική δυναμική, λοιπόν, ωθούσε διαρκώς προς την αναβολή αποφάσεων σχετικά με το χρέος, δυναμική που όχι μόνο δεν ανατράπηκε αλλά μάλλον ενισχύθηκε από την χωρίς στρατηγική και συμμάχους σύγκρουση του πρώτου εξάμηνου του 2015. Συνεπώς, η πολιτική πίεση προς όφελος της Ελλάδας από ισχυρούς συμμάχους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί η υποσχεθείσα ελάφρυνση του χρέους.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας λήγει τον Μάιο του 2016 και η παραμονή του αποτελεί παράγοντα αξιοπιστίας για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις
Στη σημερινή συγκυρία, η Ελλάδα έχει έναν σημαντικό, αν και μάλλον αναπάντεχο, σύμμαχο: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το ΔΝΤ έχει επισημάνει εδώ και αρκετό καιρό ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και την προηγούμενη εβδομάδα παρουσίασε στους ευρωπαίους υπουργούς οικονομικών τις προτάσεις του για την διευθέτηση τους χρέους. Οι προτάσεις αυτές περιλαμβάνουν σημαντική ελάφρυνση χρέους μέσω της επέκτασης της περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων ως το 2040, την σταθεροποίηση του επιτοκίου στο 1,5% και την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής μέχρι το 2080.
Αυτές οι προτάσεις είναι, φυσικά, πολύ θετικές για την Ελλάδα. Ακόμα πιο θετικό, όμως, είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ έχει την δυνατότητα να τις επιβάλλει. Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα στήριξης της Ελλάδας λήγει τον Μάιο του 2016 και η παραμονή του αποτελεί παράγοντα αξιοπιστίας για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθώς υπάρχει η ανησυχία ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (επιτροπή, συμβούλιο υπουργών κτλ) θα είναι πολύ επιεικείς προς την Ελλάδα. Για αυτόν τον λόγο, για παράδειγμα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι είναι απαραίτητη η παραμονή του ΔΝΤ στο τρίτο Μνημόνιο. Αυτή η προτίμηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων δίνει τη δυνατότητα στο ΔΝΤ να ζητήσει ανταλλάγματα και η Κριστίν Λαγκάρντ έχει ανακοινώσει ότι θα παραμείνει στο πρόγραμμα μόνο εαν υπάρξει σημαντική μείωση χρέους (το τι θα πάρει, βέβαια, θα είναι αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων που γίνονται αυτές τις μέρες).
Συνεπώς, ο εθνικός στόχος της τελικής διευθέτησης του χρέους περνάει μέσα από την παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα. Ηρθε, λοιπόν, η ώρα να βάλει η κυβέρνηση στην άκρη την επικοινωνιακή διαχείριση της επικαιρότητας και τις ιδεοληψίες του παρελθόντος και να στηρίξει αυτήν την προοπτική. Αν χαθεί αυτή η ευκαιρία, τότε η ελάφρυνση του χρέους θα παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες. Είναι ανησυχητικό ότι ήδη συζητείται η αναβολή της ελάφρυνσης του χρέους μέχρι την ολοκλήρωση των επόμενων γερμανικών εκλογών.
* Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Royal Holloway του Λονδίνου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας το 2006 και εργάστηκε ως επίκουρος καθηγητής οικονομικών στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας το 2006-2013.