Γοητευτικά παράξενη πατρίδα. Σε είδα, σε θυμάμαι δηλαδή, εκείνη τη μέρα που ξύπνησες με τις τράπεζες κλειστές και συ, μπροστά σε ένα ATM να ξεροσταλιάζεις να λάβεις χαρτζιλικάκι της συμφοράς από τα χρήματα, του όποιου κόπου σου. Ελεγα, να δεις θα τα κάνει (ο κόσμος) όλα λίμπα! Λαός, που αν «ο μπροστά του» καθυστερήσει λίγο στο αναμμένο φανάρι, χαλάει τον κόσμο στην κόρνα. Στάθηκα στις ουρές πίσω σου, μπροστά σου, στοιχημάτιζα ότι τουλάχιστον εκεί, θα άφριζε ο ένας με τον άλλον σε πηγαδάκια οργής. Τίποτα. Σιωπή και μουγκαμάρα. Σαν ξαφνικά υπερήλικας απέναντι σε πράγματα που δεν έχουν επιστροφή.
Σε είδα να ψηφίζεις «ΟΧΙ» και να στο ξεπετάει «ΝΑΙ». Είπα, να δεις θα μαζευτούνε κόσμος και λαός κάτω από το σπίτι του και θα του φωνάζουν «Ψεύτη!». Ακρα του τάφου σιωπή. Σε είδα να σου ξεσκίζουν την όποια «σύμβασή» σου με το κράτος, της σύνταξής σου εννοώ, χρήματα που μια ζωή μετρούσες και ξαναμετρούσες και πλήρωνες και πρόσφερες τεράστιο κομμάτι του μισθού σου και να σου δίνει ξαφνικά εξηγήσεις ένας Κατρούγκαλος, ψέμα πάνω σε ψέμα. Και αργότερα στη θέση του μια όμορφη… Ελεγα μέσα μου, την έχει άσχημα ο Κατρούγκαλος, πώς θα κυκλοφορεί στους δρόμους; Πρόσεξες; Ούτε καν έθιξα την «όμορφη». Ξέρω, δεν έχεις άσχημα αντανακλαστικά απέναντι σε όμορφες, ποτέ. Αραγε σκέφτηκες, ότι κι αυτοί που την τοποθέτησαν, μπορεί να το ήξεραν αυτό για σένα;
Οταν οι της Παιδείας αποφάσισαν να ξεμπερδεύει το παιδί σου από το σχολείο (περί ξεμπερδέματος πρόκειται) κατά τις 12.30-1 είπα, να δεις θα ξεσηκωθούν μανάδες και αλίμονό τους. Δεν μπορεί όλες οι οικογένειες να έχουν γιαγιάδες ή οικιακές βοηθούς… Επεσα έξω και πάλι. Σιγή!
Οταν είδα όλα μα όλα τα δικαιώματα υπαλλήλων και εργατών να φτύνονται και ο κατώτατος μισθός να φτάνει Βουλγαρία, είπα δεν μπορεί… Αλλά, απόλυτη παραδοχή.
Οσο έβλεπα τη χώρα σε κώμα, χειρότερα από θάνατο δηλαδή, χωρίς προοπτική, χωρίς να φαίνονται στον ορίζοντα προοπτικές εργασίας, έλεγα δεν μπορεί… Να δεις μια μέρα…
Οταν σε είδα, και δεν μ’ άρεσε που σε είδα, να χρωστάς κοινόχρηστα και να κρύβεσαι και ενοίκια και να βγαίνεις σαν λαγός από την πολυκατοικία και να τσακώνεσαι για το πετρέλαιο και το ακόμα χειρότερο, να μην μπορείς να πληρώσεις τα δίδακτρα του παιδιού σου, μωρέ, και να το βγάζεις στη σέντρα, το παιδί σου μωρέ… Ελεγα… Ασε τι έλεγα!
Οταν σε είδα να πηγαίνεις στο νοσοκομείο με δικό σου σεντόνι και χαρτί υγείας και να έχεις ένα Πολάκη να βγάζει γλώσσα εναντίον των πάντων…
Οταν σε έβλεπα να παλεύεις να καταλάβεις τη γλώσσα κλινικών περιπτώσεων που εξουσιάζουν όμως τη ζωή σου και το μέλλον σου… Όταν σε έβλεπα ν΄ακούς την τεθλιμμένη Περιστέρα να λέει ότι κλαίει κάθε χρόνο…
Οταν σε έβλεπα να τους παρατηρείς να χαριεντίζονται με το κεφάλαιο… Οταν και τότε και τότε και τότε…
Ολα όμως ήσυχα, σαν θάλαμοι νοσοκομείων τη νύχτα.
Και ξαφνικά… Από τον βορρά ακούγονται φωνές! Ξεσπάει Μακεδονικό. Και στρατεύεται κόσμος και λαός στο δευτερόλεπτο. Και βγάζει τόση δύναμη η θέλησή τους… Ασχέτως αν δεν παίρνω και όρκο για το τι θέλει ο καθείς και γιατί στρατεύεται… Σε άλλο κείμενο αυτό. Ας ρίξουμε σε άλλο ενδιαφέρον σημείο τον φακό. Δείτε, γλυκοπονηρευτείτε, χαριεντιστείτε, με το ξάφνιασμα, της όποιας «σοφής» ηγεσίας. Που τα είχε όλα, νόμιζε, στο χέρι της σφιχτά κρατημένα. Που είχε στήσει τα χαρτιά για κερδισμένο εκ προοιμίου παιχνίδι… Δείτε τους ξαφνιασμένους, τους τεχνίτες της κωλοτούμπας! Ζήλεψε την τέχνη τους ακόμα και η Εκκλησία. Τράβα παπά και συ μια κωλοτούμπα μη και σου φύγει το ποίμνιο.
Δεν έχει πλάκα; Ξαφνικά! Ξαφνικά! Ξέρετε τι μου θυμίζει; Την τελευταία σκηνή του Ζορμπά. Μια καταστροφή, γκρέμισμα, σκόνη παντού. Ολα για όλα χαμένα! Κι ενώ περιμένεις κάποιον «φυσιολογικό» να κλάψει, να θρηνήσει, να ισοπεδωθεί… Κάποιος Ελλην, τραγικός και Αριστοφανικός μαζί, τραβάει έναν χορό. Δοξάζοντας σε κάθε κίνηση όλα τα κάτω, χτυπώντας γη αλλά και όλα τα πάνω, πηδώντας ως τον Θεό!
Και ο απέναντί του «φυσιολογικός», «λογικός», αποσυνδέεται από το «σύνηθές» του κι ακολουθεί αίφνης, αυτό που στιγμιαία λιμπίζεται η ψυχή του, ως γοητευτικότερο από το σύνηθές «του». Πιάνεται από τον ώμο του άλλου και προσπαθεί βήματα σε ένα περίεργο χορό. Αδικος κόπος να διαβάσει κανείς, αγαπητοί μου αναγνώστες, το Συλλαλητήριο και το ξαφνικό ξέσπασμα του λαού. Ενα «Ως εδώ» με πολιτική χροιά; Ενα πατριωτικό «Παίξτε με όλα αλλά αλίμονο σας αν….». Ενας ξεσηκωτικός χορός που συμπαρασύρει στα βήματα του τον έναν με τον άλλον σε μια μεθυστική τρέλα εν μέσω καταστροφών; Ζορμπάδες!
Υ.Γ.: Λυπάμαι προκαταβολικά για το μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη στο Συλλαλητήριο. Ο,τι κι αν πει. Λυπάμαι. Οταν έχεις γράψει τον Ζορμπά και τη συγκλονιστική βιογραφία σου, «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», κληροδότημα γενεών, ό,τι ήταν να πεις το είπες. Μην εκθέτεις το τώρα σου. Χάρισέ το μόνο στην οικογένειά σου. Μπας και προλάβετε αυτά που χάσατε. Οι ηρωικές ζωές έχουν οικογενειακές χασούρες. (Κι αυτό για άλλο κείμενο). Μετά σεβασμού.