Ενα ζευγάρι. 80 η γυναίκα, 85 ο σύζυγός της. Μια αστική οικία σε ένα μεγαλοαστικό προάστιο. Μια καλοπροικισμένη κόρη άλλων χρόνων. Μ΄ένα σπίτι ως εκεί που έφτανε η τσέπη των γονιών της. Στο Ψυχικό; Στο Περιστέρι; Οπου! Εκείνα τα χρόνια που ζούσαν με μπούσουλα παροιμίες και γνωμικά. «Να φτάνεις μέχρι εκεί που φτάνει η τσέπη σου», «Τα αγαθά κόποις κτώνται», «Να έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου», «Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ΄όποιον την έχει», «Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους». Κάπως έτσι πορεύτηκαν. Με μέτρο και αξιοπρέπεια. Πάω στοίχημα. Κι ας μην τους είδα στα μάτια όταν μιλούσαν. Πλάτη στεκόντουσαν στην κάμερα. Είναι έτσι βλέπεις, ετούτες οι εποχές, οι ξεδιάντροπες, οι ξεσκισμένες! Αυτοί που έπρεπε να ντρέπονται ποζάρουνε γκρο πλαν. Αυτοί που δεν έχουν λόγο να ντραπούνε στέκονται πλάτη. Είναι καθαρά θέμα αξιοπρέπειας.
Το ζευγάρι βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα υπέρογκο για την πλάτη τους χρέος. Το ζευγάρι βρίσκεται αντιμέτωπο με το γεγονός ότι χάνει το σπίτι του εξ αιτίας αυτού του χρέους. Το ζευγάρι πρέπει να δράσει για να απεμπλακεί απ΄αυτή την οδυνηρή κατάσταση σε μια ηλικία με ακυρωμένα αντανακλαστικά κινήσεων και σε μια εποχή με ακυρωμένα κάθε είδους αντανακλαστικά δράσης «Εχουμε απευθυνθεί σε 15 μεσίτες. Καμία πρόταση αγοραστή». Αραγε το ζευγάρι, που πορεύτηκε μαζί μια ζωή, είχε κάποια εξάρτηση; Χαρτιά, καζίνο και τέτοια; Οχι. Αραγε το ζευγάρι δοκίμασε το εμπορικό του δαιμόνιο σε κάποια επιχείρηση και απέτυχαν τα πλάνα τους; Οχι. Αραγε το ζευγάρι επένδυσε σε λάθος μονοπάτι την περιουσία τους όπως ας πούμε στο χρηματιστήριο; Οχι. Αραγε δανείστηκε πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων για να πάρει κάτι που δεν ήταν στα μέτρα του; Ας πούμε, να ξιπάστηκε για ένα ρημαδοτζίπ, για ακόμα ένα σπίτι, μια ανακαίνιση σούπερ ουάουυυυυ! Μια πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων με τζακούζι στο ένα άκρο; Οχι. Τι διάολο τότε έγινε; Πώς βρέθηκαν να χρωστάνε οι άνθρωποι; ΕΝΦΙΑ. Και μόνο ΕΝΦΙΑ. Από χρονιά σε χρονιά.
Υπόλογοι για ένα σπίτι που προικίστηκε μια σύζυγος π. Χριστού και δεν της έφερνε κανένα εισόδημα. Που το διατήρησε στα χρόνια, το νοιάστηκε, νοικοκυρά στο νοικοκυριό της. Γιατί αυτό το σπίτι, της το έλεγαν και της το ξαναέλεγαν και το είχε εμπεδώσει «Εγινε κακομοίρα μου με ιδρώτα, αίμα και κόπο» γιατί έτσι και μόνο έτσι γίνονταν τα σπίτια εκείνων των χρόνων… Τι να καταλάβει σύγχρονος! Γιατί δεν υπήρχαν πλούσιοι αλλά άρχοντες και μάλιστα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Γιατί όποιος δεν είχε ανάλογο σπίτι έλεγε τη φράση «ντρέπεσαι να πατήσεις» και αυτό όριζε το δικό του μέτρο και το δικό του ζύγι… Μέχρι εκεί που έφτανε το δικό του χέρι και η τσέπη. Το μέτρο του καθενός. Αυτό που χάθηκε. Ο νοικοκύρης. Αυτός που αφανίστηκε. Η αξιοπρέπεια αυτών που την ξεσκίσανε οι υπόλοιποι. Και το σοφότερο όλων… Η πεμπτουσία της αξιοπρέπειας. Σε μια φράση, στο «εμείς να κοιτάμε τη δουλειά μας». (Σας υπενθυμίζω «η δουλειά» σήμαινε κόπος).
Eτσι που καταντήσαμε, τόσο σε χέρια ανάξια και βρωμερά που παραδώσαμε τις τύχες μας διαχρονικά, τόση μόλυνση που ανεχτήκαμε σε τούτον τον τόπο στην πολιτική μας σκηνή του «μαζί θα κυβερνήσουμε» όλων των παρατάξεων…
Το «εμείς να κοιτάμε τη δουλειά μας» ήταν σε αντανακλαστική αυτόματη σύνδεση με τη συνείδηση του ανθρώπου. Με το να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια. Εντιμος, σύννομος με τις ηθικές σου αξίες. Το «εμείς τη δουλειά μας» σήμαινε και κάτι άλλο. Οτι ξέρω, ότι είμαι πονηρεμένος με το τι ανομίες γίνονται, ξέρω, είμαι πονηρεμένος για το πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσουν οι άνθρωποι, ξέρω, είμαι πονηρεμένος πόσο φθηνοί μπορούν να καταλήξουν οι φθηνοί αλλά «εμείς τη δουλειά μας» για να μην μας παρασύρουν. «Εμείς τη δουλειά μας» γιατί ως κοινός θνητός, διάολε, δεν είναι και τόσο πολλά αυτά που μπορείς να κάνεις. Δεν είναι τόση η δύναμή σου για να κοντράρεις τους γελοίους που στήνουν σύστημα ολόκληρο γελοιότητας. Δυστυχώς, σ΄αυτή τη διαδρομή ηθικών αξιών… Οσο οι μεν «κοίταζαν τη δουλειά τους», οι λοιποί έκαναν «τις δουλίτσες τους». Κι αυτές «οι δουλίτσες τους» ακόμα και τώρα, στην απόλυτη καταστροφή, συνεχίζουν να τις κάνουν και να τις περιφρουρούν με στρατιές κρατικοδίαιτων και κρατικοεξαρτημένων τσιρακιών. Και έτσι κάπως το «στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό» ποτέ δεν δικαιώθηκε για εκείνους.
Το ζευγάρι του Ψυχικού, πλάτη στην κάμερα, αντιμετωπίζει φάτσα κάρτα τη ματαιότητα κάθε αξίας στην έρημη ζωή του. Και να ξέρεις, έτσι που καταντήσαμε, τόσο σε χέρια ανάξια και βρωμερά που παραδώσαμε τις τύχες μας διαχρονικά, τόση μόλυνση που ανεχτήκαμε σε τούτον τον τόπο στην πολιτική μας σκηνή του «μαζί θα κυβερνήσουμε» όλων των παρατάξεων…
Στη θέση του ζευγαριού είμαστε όλοι. Μας δημεύουν πατριώτη. Μεθοδικά, χρόνια και χρόνια τώρα. Οχι μόνο κάθε έντιμη αποκτηθείσα περιουσία αλλά και κάθε αξία. Και κοιτάνε την κάμερά μας κατάφατσα χωρίς να ντρέπονται. Πόσο ακόμα θα τους ανεχτούμε δαύτους; Πόσο χρόνο ακόμα θες για να καταλάβεις ότι σε τούτο το παιχνίδι δεν γλιτώνει κανείς!