Δεν πέρασαν ούτε πέντε μήνες από τις τελευταίες εκλογές και η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου έχει αρχίσει να γερνάει. Τουλάχιστον έτσι δείχνουν να την αντιμετωπίζουν οι ψηφοφόροι.
Η «επανεκκίνηση», που ήθελαν να κάνουν με τη δεύτερη εκλογική νίκη της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, ουσιαστικά δεν έγινε ποτέ. Οι ψηφοφόροι βλέπουν τη νέα κυβέρνηση ως συνέχεια της προηγούμενης. Δεν αποδέχονται ότι στην προεκλογική περίοδο του Σεπτεμβρίου τους είπαν την «αλήθεια», όπως αυτή προέκυψε από το τρίτο Μνημόνιο που υπέγραψαν το καλοκαίρι. Ο ισχυρισμός αυτός των κυβερνητικών στελεχών δεν περνάει στο συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης.
Η επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού έρχεται με δύο τρόπους:
Πρώτον, οι κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες που έχουν ξεσηκωθεί δεν αποδέχονται την κυβερνητική λογική «πήγαμε σε εκλογές με νέα συμφωνία, όλοι ήξεραν για τα μέτρα που συμφωνήσαμε». Το αντίθετο. Είτε ήξεραν είτε όχι, δεν το αποδέχονται. Οι αγρότες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν δέχονται να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές τους, ούτε να πληρώσουν παραπάνω φόρους.
Ακόμα και η πανταχόθεν βαλλόμενη, ως η πρώτη που υπέγραψε Μνημόνιο κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου είχε καλύτερες δημοσκοπικές επιδόσεις στον πρώτο χρόνο της θητείας της
Δεύτερον, η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται ήδη στις πρώτες έρευνες της κοινής γνώμης. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι δεν αποδίδω καμιά σημασία στους εκλογικούς δείκτες των δημοσκοπήσεων (πρόθεση ψήφου, καταλληλόλητα για την πρωθυπουργία, δημοτικότητες κ.ά.) σε περίοδο που δεν είναι εκλογική. Ομως, ορισμένα από τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία τους δείχνουν καθαρά ότι η κυβέρνηση έχει ήδη χάσει το παιχνίδι, διότι οι ψηφοφόροι δεν αναγνωρίζουν ότι, μετά την 20η Σεπτεμβρίου, έγινε μια «νέα αρχή». Και την τιμωρούν γι’ αυτά που έλεγε συνολικά τον τελευταίο χρόνο. Με απλά λόγια οι ψηφοφόροι τιμωρούν δημοσκοπικά τον Αλέξη Τσίπρα, συνειδητοποιώντας τώρα αυτό που είπε ο υπό παραίτηση υφυπουργός Παναγιώτης Σγουρίδης: ότι τους παραπλάνησε για να αποσπάσει την ψήφο τους.
Πού οδηγεί αυτή η διπλή διαπίστωση; Σε ένα πολύ απλό συμπέρασμα. Οτι την απογοήτευση που έχει σκορπίσει η κυβέρνηση σχεδόν παντού, πολύ δύσκολα μπορεί να την αντιμετωπίσει. Ακόμα και η πανταχόθεν βαλλόμενη, ως η πρώτη που υπέγραψε Μνημόνιο κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου είχε καλύτερες δημοσκοπικές επιδόσεις στον πρώτο χρόνο της θητείας της. Μάλιστα, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές του 2010 είχε σχετικά καλή επίδοση. Λίγους μήνες μετά κατέρρευσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει το πλεονέκτημα ότι δεν έχει μπροστά του καμιά εκλογική μάχη, για να καταγραφεί επίσημα η διαφαινόμενη κατάρρευσή του.
Θεωρητικά αυτό τού δίνει το χρόνο – και τη δυνατότητα (;) – να αντιστρέψει την κατάσταση. Ομως, τα στοιχεία δεν επιτρέπουν τέτοια αισιοδοξία. Τα τρία προβλήματα που οι ψηφοφόροι θεωρούν ως πιο σημαντικά (ανεργία, φορολογικό σύστημα, υγεία-περίθαλψη) δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν. Δεν υπάρχουν πόροι και θα βαίνουν επιδεινούμενα. Αντίθετα, τα θέματα που η κυβέρνηση θεωρεί ότι αποτελούν προνομιακό πεδίο γι΄αυτήν (πάταξη της διαφθοράς και αναδιάρθρωση του χρέους) ενδιαφέρουν ελάχιστα έως καθόλου τους ψηφοφόρους (εδώ – δείτε τον 12ο πίνακα).
Οι πιθανότητες, λοιπόν, να ξεπεράσει η κυβέρνηση τον σημερινό «δύσκολο κάβο», κατά την έκφραση του Πρωθυπουργού, είναι πολύ λίγες. Η απογοήτευση που έχει καταλάβει την κοινή γνώμη και τα ασφυκτικά περιθώρια στην άσκηση της πολιτικής δείχνουν ότι θα έχει την τύχη των προηγούμενων κυβερνήσεων που άσκησαν μνημονιακή πολιτική.
Η εξέλιξη αυτή, που φαίνεται σχεδόν νομοτελειακή, δεν αφήνει πολλά περιθώρια πολιτικών ελιγμών στον κ. Τσίπρα. Τα χέρια του είναι δεμένα. Ενδεχόμενη απόπειρα να προλάβει τη μεγάλη φθορά του, με αιφνιδιαστική προσφυγή σε εκλογές, μόνο ως δραπέτευση από τις ευθύνες θα εκληφθεί. Ετσι, το μόνο που του απομένει είναι να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία, όπως κάνουν όλες οι κυβερνήσεις που έχουν μπει στην περίοδο της πρόωρης γήρανσης και ταχείας φθοράς.
Ουσιαστικά είναι η μόνη – αναγκαστική – επιλογή που έχει (περισσότερα εδώ), αν δεν θέλει να μην επιβεβαιωθεί η θεωρία της σύντομης «αριστερής παρένθεσης». Για τους Τσίπρα και Καμμένο, το «όσο αργότερα (πάνε), τόσο καλύτερα» είναι μονόδρομος. Η διατήρηση της εξουσίας για τρία ακόμα χρόνια είναι σαφώς προτιμότερη από την πρόωρη παράδοσή της. Και όπου βγει.
Αυτή η είναι η κυνική – και ωφελιμιστική – επιλογή που τους απομένει. Οτιδήποτε άλλο θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη.