Οι πρώτοι τίτλοι ήταν διθυραμβικοί, «μεγάλη νίκη της Φώφης Γεννηματά». Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ μοίραζε χαμόγελα και αγκαλιές. Ο Κώστας Λαλιώτης καβάλησε πασίχαρος ένα τραπεζάκι στο γραφείο της. Ο Κώστας Σκανδαλίδης, καίτοι Δωδεκανήσιος, συγκρατήθηκε. Η αλήθεια όμως είναι ότι η «μεγάλη νίκη», δεν ήταν μεγάλη, τουλάχιστον στον β’ γύρο. Η επιτυχία της ήταν στον πρώτο γύρο, όταν την ψήφισαν 86.330 πολίτες. Τώρα την ψήφισαν οριακά περισσότεροι.
Η κυρία Γεννηματά νίκησε στη δεύτερη Κυριακή, όπως νικούσαν στα χρόνια του πολιτικού διπόλου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ οι δήμαρχοι που είχαν το (ασφαλές) προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή. Με δεδομένη την αποχή των ψηφοφόρων του εκάστοτε υποψηφίου του ΚΚΕ, αρκούσε η δεξαμενή ψηφοφόρων από τον α’ γύρο και το ποσοστό προσπερνούσε νομοτελειακά το 50% σε μια πίτα που μίκραινε δραματικά λόγω μικρότερης συμμετοχής.
Ετσι συνέβη με την κυρία Γεννηματά. Αφού πέρασε η εβδομάδα ανάμεσα σε πένθη, διαφωνίες για το ντιμπέιτ και χωρίς ουσιαστικό διάλογο, η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ πήγε την Κυριακή στις κάλπες μόνο με τη φόρα του α’ γύρου. Σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση από την Επιτροπή Αλιβιζάτου, με τις ψήφους καταμετρημένες σε 824 από 827 εκλογικά τμήματα, την κυρία Γεννηματά ψήφισαν 86.611 πολίτες, ελάχιστα περισσότεροι απ’ ό,τι την πρώτη Κυριακή. Είναι ένα παράδοξο και σίγουρα δεν είναι ένα καλός συμβολισμός για τη νέα ηγέτη του υπό σύσταση φορέα.
Διότι υπάρχει και η σύγκριση με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Μπήκε στον β’ γύρο με ένα ποσοστό 24,73% και 51.736 ψήφους. Με τα τελευταία δεδομένα (824 από 827 εκλογικά τμήματα) μετρούσε 65.961 ψήφους (43,24%), δηλαδή τον ψήφισαν τουλάχιστον 14.200 πολίτες περισσότεροι από την πρώτη Κυριακή. Είναι προφανές ότι απορρόφησε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων των χαμένων και όχι μόνο του Γιάννη Μανιάτη που τον στήριξε δημοσίως. Ψηφοφόροι του Γιώργου Καμίνη και του Σταύρου Θεοδωράκη, όσοι πήγαν να ψηφίσουν, ψήφισαν τον κ. Ανδρουλάκη.
Η αναμενόμενη αποχή, που κατά τον Νίκο Αλιβιζάτο ήταν στο 26%, απλώς μίκρυνε την πίτα και εξελέγη η κυρία Γεννηματά, της οποίας η μεγάλη επιτυχία δεν ήταν στις 19 αλλά στις 12 Νοεμβρίου.
Μετά το αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής ο 38χρονος κ. Ανδρουλάκης είναι όχι μόνο το Νο2, αλλά ένας πολιτικός που μοιάζει να παντρεύει πολλά πράγματα, απαραίτητα για τον νέο χώρο. Και αυτά δεν είναι μόνο ότι εκφράζει την πολυδιαφημισμένη γενιά των τριαντάρηδων, ούτε ότι φανατική οπαδός του εμφανίζεται εσχάτως η Εύα Καϊλή. Είναι ο ευρωβουλευτής με τον αέρα των Βρυξελλών, ο οποίος όμως, για τους αρχετυπικούς Πασόκους που τον γνώρισαν σε μικρότερη ηλικία από τον κομματικό σωλήνα της ΠΑΣΠ Ξάνθης και έπειτα παραμένει πάντα ο «βοσκός», nom de guerre που απέκτησε λόγω της βαριάς κρητικής του προφοράς: και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας αλλά και λαϊκός και χειρουργός και χασάπης. Είναι άλλωστε ο αυτός που, όπως φαίνεται από τους αριθμούς της δεύτερης Κυριακής, κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους των άλλων υποψηφίων, που έφεραν στο εγχείρημα της Κεντροαριστεράς τη νεωτερικότητα.
Ασφαλώς δεσμεύτηκε για την ενότητα. Και γιατί να μην το κάνει; Για να παραφράσουμε τον ενθουσιασμένο με την επικράτηση της κυρίας Γεννηματά Κώστα Λαλιώτη που κάποτε μας έλεγε ότι το 2000 θα είναι 49 ετών, ο κ. Ανδρουλάκης στις επόμενες εκλογές θα είναι μόλις 40.