Τόποι εμβληματικοί. Η Σμύρνη και το Αϊβαλί. Η Χίος και η Μυτιλήνη, που άλλος τράβηξε για εκεί. Η Σύρα, όπου κάποιος «αίμα και δάκρυα χύνει». Ενα αμάξι στην ανηφοριά και μια σούστα που πήγαινε μπροστά. Ενα κομοδίνο και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και τον δικέφαλο αετό. Ακόμη και ο Χάρος που βγήκε παγανιά. Και κάπου πίσω και ο Πειραιάς και η Κοκκινιά…
Και, κυρίως, ένας παράξενος άγιος. Ο «Αγιος Φεβρουάριος». Το άλμπουμ-ορόσημο για την ελληνική δισκογραφία, και σε ήχο και σε περιεχόμενο και σε αρχιτεκτονική δομή, που οργάνωσε ο Δήμος Μούτσης.
Ενα άλμπουμ με αρχή, μέση και τέλος, με στοιχεία από μια κάποια ελληνική… λαϊκή ψυχεδέλεια α λα 60s, με κιθαριστική ροκ και μπουζούκι και πιάνο. Ενα άλμπουμ ιστορικό, στο οποίο ο Δήμος Μούτσης κατάφερε κάτι μοναδικό, που ίσως σήμερα έχουμε ξεχάσει: Κατέθεσε την ολοκληρωμένη κοινωνιολογική μελέτη του για έναν «νέο» κόσμο, μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Ο «Αγιος Φεβρουάριος» ακριβώς αυτό έκανε, τον Δεκέμβριο του 1971 που καταγράφτηκε στο στούντιο (με τον Δημήτρη Μητροπάνο σε τετραήμερη άδεια από τον στρατό, με τη βοήθεια του Γιώργου Κατσαρού και την Πετρή Σαλπέα, αλλά και τον δεινό κιθαρίστα Μάριο Κώστογλου στις δεύτερες φωνές κι ας μη συμμετείχε στην ορχήστρα).
Με τη βοήθεια του ποιητή «του», εν προκειμένω του αξέχαστου Μάνου Ελευθερίου, ο συνθέτης – δημιουργός κατάφερε να αποτυπώσει σε αυτό το άλμπουμ τη ζωή και τις αναμνήσεις των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, την ώρα που είχαν πια αρχίσει να ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία. Με τον χαρακτηρισμό «τουρκόσποροι» να είναι πια μια κακόηχη ανάμνηση.
Αυτό κατάφερνε σε όλους τους κύκλους τραγουδιών του, από τη στιγμή που κατάφερε να επανεφεύρει τον εαυτό του και τη μοναδική (και αμίμητη, εν τέλει) δημιουργία του ο Δήμος Μούτσης. Αλμπουμ – μελέτες. Ανθρωπογεωγραφία και κοινωνιολογία. Διαπίστωση και καταγγελία.
Ρουφώντας ο ίδιος το μεδούλι της ζωής, δυσπρόσιτος ή απών από τα λοιπά δρώμενα της δισκογραφίας, κατάφερνε με πάμπολλες αρνήσεις της «σκοτεινής και παράξενης ετούτης εποχής», με «σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά» να δημιουργήσει μια τεράστια κατάφαση στη ζωή, παρατηρώντας τη μέσα από τις νότες του.
Με τρόπο κινηματογραφικό. Με εικόνες από το σινεμά της ζωής. Σαν ένας Αντονιόνι ή ένας Φασμπίντερ. Ειδικά στην άφατη στο έργο του «αγάπη», ο Μούτσης είχε πολλά κοινά στην οπτική του με τον Φασμπίντερ. Ναι, κινηματογραφικά. Στην ταινία που έπαιζε σαν ήχος στο μυαλό των ακροατών του.
Οταν βγήκε ο «Αγιος Φεβρουάριος», τον Ιανουάριο του 1972, δεν έτυχε της υποδοχής που τού επιφύλασσαν τα χρόνια ως ένα διαμάντι της δισκογραφίας και ως ένα ορόσημο.
Επρεπε να δημοσιευθεί ένα κείμενο του Δημήτρη Ψαθά στα ιστορικά «ΝΕΑ» για τη ματωμένη παραγγελιά του Νίκου Κοεμτζή, όπου έγραφε ότι παρήγγειλε επίμονα το τραγούδι «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», για να σκύψει το κοινό πάνω από το άλμπουμ. Να το αναζητήσει, έστω, από περιέργεια και να βρεθεί μπροστά σε μια συγκλονιστική μουσική μελέτη. Ξέρουμε πια ότι ο Κοεμτζής είχε ζητήσει, πιθανότατα, το «Αντιλαλούν οι φυλακές», ως παραγγελιά για να το χορέψει ο αδελφός του, αλλά το δημοσίευμα φώτισε τελικά τον «Αγιο Φεβρουάριο».
Ποιος ήταν αυτός ο… άγιος; Εδώ υπάρχει μια άλλη ιστορία που περιέχει ένα «Φι», όπως και ο επόμενος δίσκος σταθμός του Μούτση, που θα θυμηθούμε εδώ.
Ο Μάνος Ελευθερίου είχε γράψει έναν κύκλο στίχων για τη Μικρασία (πολύ διαφορετικούς και με άλλον στόχο από τη «Μικρά Ασία» του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα – Παπασταματίου, που βγήκε το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς). Τον τιτλοφορούσε «Τα μαρτύρια του Αγίου Στεφάνου». Στη συζήτηση με τον Δήμο Μούτση εκείνος τού ζήτησε «να έχει Φι», ως άφατο μήνυμα σε κάποια ύπαρξη στη ζωή του συνθέτη, με όνομα που άρχιζε από Φι.
Ο Μάνος Ελευθερίου αντιπρότεινε τον «Αγιο Φεβρουάριο» και κατακυρώθηκε. Γράφοντας την ιστορία του, με έναν κύκλο που ξεκινάει και τελειώνει με το ομότιτλο τραγούδι. Αλμπουμ που αγκάλιασαν πολλές γενιές και συνεχίζει να «πουλάει» ακόμη.
Το ίδιο κατάφερε, εννέα χρόνια μετά, το 1981, στη «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά πια, με το άλλο «Φι» του ο Δήμος Μούτσης, μαζί με τον ποιητή «του», εν προκειμένω τον Κώστα Τριπολίτη. Το «Φράγμα» έγραψε τη δική του ιστορία ως ορόσημο, αλλά και ως ανθρωπογεωγραφία – μελέτη αστικών και μικροαστικών κοινωνικών τοπίων.
Χρόνια μετά τα «Μικροαστικά» (1971) του Γιάννη Νεγρεπόντη και του Λουκιανού Κηλαηδόνη, τον οποίο ο Δήμος Μούτσης κάλεσε ως ερμηνευτή. Μαζί και τη μεγάλη Σωτηρία Μπέλλου, που ήδη είχε την πρόσφατη επιτυχία «Μην κλαις» των Ηλία Ανδριόπουλου – Μιχάλη Μπουρμπούλη, το 1980, και είχε και το «Ζεϊμπέκικο / Με αεροπλάνα και βαπόρια» του Διονύση Σαββόπουλου, από το 1972). Συν την Αλκηστη Πρωτοψάλτη σε ένα απολαυστικό ντουέτο με τον Λουκιανό.
Ο Δήμος Μούτσης είχε ξεκινήσει με βιολί και φυσαρμόνικα (την οποία εκτίμησε αρκούντως ο Μάνος Χατζιδάκις σε ηχογραφήσεις του), αλλά και εξαιρετικές ενορχηστρώσεις, έγραψε τραγούδια για πέντε ταινίες και στα 60s είχε μεγάλες λαϊκές επιτυχίες. Οπως η αγαπημένη «Ελευσίνα» του Μανώλη Μητσιά, το «Μ’ ένα παράπονο» που από το Μητσιά κατέληξε στο Γρηγόρη Μπιθικώτση και το «Μη μού χτυπάς τα μεσάνυχτα την πόρτα» σε δύο σημαντικές ερμηνείες: του Σταμάτη Κόκοτα (η πιο γνωστή) και του Γιάννη Καλατζή.
Για το δεύτερο υπαινικτικό «Φι» του, το «Φράγμα», έδωσε στη Σωτηρία Μπέλλου τρία εμβληματικά τραγούδια σε λαϊκούς δρόμους –το ένα μάλιστα επαναλαμβάνεται ως φινάλε του άλμπουμ– με κυριότερο το πολυαγαπημένο «Δεν λες κουβέντα» (κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα).
Της έδωσε, όμως, στο στούντιο να τραγουδήσει μόνον τα κουπλέ και τα ρεφρέν, κατά την πάγια τακτική του από τότε που επανεφηύρε τον εαυτό του, τα απέδωσε ο ίδιος. Δίχως καν να το ξέρει εκείνη. Η οποία όρμησε φουριόζα στο σπίτι του και στη δισκογραφική, λέγοντας ότι τής έδωσε ένα τραγούδι όλο… «δεν», που υπονοεί κάπου την «αγάπη» αλλά δεν λέει «Σ’ αγαπώ». Και… όρμηξε και με ασφαλιστικά μέτρα για την κυκλοφορία του «Δεν λες κουβέντα».
Ο θρύλος λέει ότι τα πράγματα εξομαλύνθηκαν γρήγορα και από τον Αλέκο Πατσιφά και από το συνθέτη και τελικά έδωσε την… ευχή της.
Δεν είναι, τελικά, οι ιστορίες που κάνουν σημαντικά όσα τείνουμε να ξεχάσουμε από το Δήμο Μούτση. Ολόκληρη σχολή από μόνο του, δίχως καν μιμητές, στο ελληνικό τραγούδι. Είναι αυτή η κινηματογραφικής λογικής, κοινωνιολογική ματιά πάνω στα πράγματα.
Είναι η αίσθηση του oeuvre, του «συνολικού έργου», όχι μόνον στα δύο συγκεκριμένα άλμπουμ του, με ορισμένη, απαράμιλλη, αρχιτεκτονική και ήχο.
Είναι αυτά τα «δεν», της Σωτηρίας Μπέλλου, τα ανθρώπινα, το όνειρο για το καλύτερο που διαπνέει τα έργα του, και κάνει και τα πιο ζοφερά «δεν» να γυρίζουν σε μια μεγάλη κατάφαση για τη ζωή. Για τον έρωτα. Για την αγάπη.
Αυτή την α-λήθεια (μη λήθη) του Δήμου Μούτση, ίσως, πρέπει να μη λησμονήσουμε τώρα που μας άφησε. Ακούγοντας, στα αφτιά του, πάντα και μόνον Walkman, που έλεγε και το τραγούδι του…