Στους λαϊκούς πολιτικούς μύθους της πατρίδας μας συχνά οι πολιτικοί περιγράφονται σαν μαριονέτες, υπάκουες στους ξένους δάκτυλους. Παλαιότερα έλεγαν ότι για να γίνεις Πρωθυπουργός ώφειλες να έχεις την έγκριση της Πρεσβείας –μία είναι η Πρεσβεία- και του Λαμπράκη.
Μετά μπήκε και η Λέσχη Μπίλντενμπεργκ στο παιχνίδι. Οποιος συμμετείχε στις εργασίες της υποτίθεται ότι λάμβανε το πύρινο δαχτυλίδι του εκλεκτού. Στην εποχή των μνημονίων, μαζί με τα προσχήματα κατέρρευσαν και τα κλισέ. Ηρθαν οι Γερμανοί. Σήμερα, για το μέσο καφενείο η Μέρκελ έχει τα κλειδιά του Μαξίμου μέσα σε μία γλάστρα, έξω από την καγκελαρία. Τώρα υποτίθεται, κατά την κυβέρνηση, ότι ο Μητσοτάκης πήγε εκεί για να πάρει το χρίσμα. Ανοησίες. Η Μέρκελ δεν μπορεί να σε κάνει Πρωθυπουργό. Μπορεί, βέβαια, να σε πετάξει έξω από το Μαξίμου για να μπει ο επόμενος. Όμως, προς το παρόν, για λόγους που όλοι γνωρίζουμε, δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο του Τσίπρα. Σε αυτές τις δουλειές σημασία δεν έχει τι βγαίνει από το στόμα σου, αλλά πού μπαίνει η υπογραφή σου.
Ωστόσο είναι να απορείς για τον κυνισμό με τον οποίο γίνεται εδώ και μερικά χρόνια η συζήτηση για τη σχέση μας με την καγκελαρία. Και εκείνοι που τέντωναν τις φλέβες στο λαιμό τους με τα πομπώδη περί εθνικής κυριαρχίας, είναι οι πρώτοι που παραδέχονται ότι η χώρα έχει μετατραπεί σε γερμανική κτήση. Αυτό μπορεί να μην είναι ωραίο, όμως δεν είναι και παράλογο. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Όταν οι πολιτικοί μας συνομιλούν με τη Μέρκελ, συζητούν με τον επικεφαλής του κράτους που επιτρέπει στο δικό μας να βρίσκεται εν ζωή. Ναι, βέβαια, είναι οι θυσίες, οι κόποι και η αξιοπρέπεια του λαού μας, άλλα έτσι και κάποιο βράδυ η κυρία στο Βερολίνο πει να βγάλει τη πρίζα, το σκοτάδι θα μας πνίξει.
Τώρα κάποιος, μάλλον από το twitter, θα πει ότι η κυβέρνηση μας δεν σκύβει το κεφάλι, διαπραγματεύεται, προσπαθώντας να χαλαρώσει τον κλοιό των περιοριστικών μέτρων. Καμία αντίρρηση. Ποια κυβέρνηση θα ήθελε να επιβάλει μέτρα που εξαντλούν την κοινωνία και το πολιτικό της κεφάλαιο; Το θέμα είναι αν όντως διαπραγματεύεται. Και με τι διαπραγματεύεται.
Στην πραγματικότητα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να διαπραγματευτεί στα σοβαρά. Δείξαμε τα χαρτιά μας στο δημοψήφισμα και είδαν ότι δεν κρατάμε ούτε άσο, ούτε καν ένα ρήγα. Η έννοια της διαπραγμάτευσης τελείωσε εκείνη τη Δευτέρα, μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, όταν οι αγορές του πλανήτη αντιμετώπισαν αδιάφορα την μπλόφα του Γιάνη.
Τότε τους απειλούσαμε ότι θα βγούμε από το ευρώ και θα τους παρασύρουμε στην άβυσσο. Θα τινάξουμε τα μυαλά μας στον αέρα και θα τους λερώσουμε τον καναπέ. Δεν πέρασε. Τώρα με τι ακριβώς διαπραγματευόμαστε; Με την αναστάτωση των εκλογικών αναμετρήσεων; Ελάτε τώρα! Αν αρχίσουν οι ακροδεξιοί να γκρινιάζουν για την ανοχή προς την Ελλάδα, ο Σόιμπλε θα αναλάβει να απαντήσει.
Δεν μας αρέσει, αλλά έτσι είναι: η χώρα έχει χάσει ακόμα και το δικαίωμα στη μπλόφα. Είπε ότι θα πάρει κινίνα αλλά είδε την πλάτη του ζεν πρεμιέ. Η κρίση μας πέταξε στα πόδια της Μέρκελ και η ανοησία του δημοψηφίσματος μας έκανε να κυνηγάμε την ουρά μας, σκάβοντας πιο πολύ μέσα στον ίδιο μας τον λάκκο.