Κατά την κυβέρνηση έπρεπε να δημοπρατηθούν μόνον τέσσερις τηλεοπτικές άδειες. Για να καταπολεμηθεί η διαπλοκή, έπρεπε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων που θα πλειοδοτήσουν, μιας και αυτή η οικονομική δραστηριότητα έχει πολύ χαμηλά περιθώρια κέρδους ή και ζημιές, και λίγα διαφημιστικά έσοδα. Την ίδια στιγμή ωστόσο, με τον τρόπο δημοπράτησης που επέλεξε η κυβέρνηση επέβαλε ένα πολύ υψηλό διοικητικό κόστος (~10% του κύκλου εργασιών του κλάδου) σε αυτήν την οικονομική δραστηριότητα, υποσκάπτοντας περαιτέρω την ήδη προβληματική βιωσιμότητα των καναλιών.
Συνομολόγησε ουσιαστικά πως οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτήν την αγορά υπηρετούν αλλότρια συμφέροντα/στόχους και οι επιχειρηματίες επιστρατεύουν άλλες πηγές πόρων για τη βιωσιμότητά τους. Και απέκλεισε, με αυτό το υψηλό διοικητικό κόστος, όσους δεν διαθέτουν άδηλους πόρους και «παράλληλες» δραστηριότητες.
Δεν είναι στόχος του κράτους η αύξηση των δημόσιων εσόδων με κάθε τρόπο και τίμημα. Το ζητούμενο για κάθε νέο φόρο ή τέλος είναι το θετικό ισοζύγιο μεταξύ του οφέλους για τα δημόσια ταμεία και της επιβάρυνσης στην οικονομία και την κοινωνία. Στην περίπτωση των τηλεοπτικών αδειών το όφελος είναι 246 εκατ., ορατό και μετρήσιμο. Η επιβάρυνση γίνεται αντιληπτή απαντώντας στο ερώτημα: ποιος πραγματικά επωμίζεται το κόστος των τηλεοπτικών αδειών;
Η περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας
Τα τελευταία 15 χρόνια, το ελληνικό δημόσιο έχει εισπράξει από τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας σε δημοπρασίες συχνοτήτων συνολικά 1,4 δισ. (εδώ). Μόνο στην τελευταία δημοπρασία (2014) εισέπραξε 381,1 εκατ.€. Επειδή όμως το φάσμα επαρκεί για όλους τους ενδιαφερόμενους, η δημοπράτηση είναι μάλλον τυπική. Το δημόσιο ορίζει την τιμή εκκίνησης και τελικά εισπράττει το ποσόν που έχει ορίσει.
Τα έσοδα του κράτους από την κινητή τηλεφωνία (ΦΠΑ, τέλος κινητής τηλεφωνίας, συχνότητες) είναι τεράστια. Φυσικά, όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις περνάνε αργότερα στον τελικό καταναλωτή κι έτσι οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας καταφέρνουν να εμφανίζουν σημαντικά κέρδη. Για δε τον καταναλωτή είναι αδιάφορο αν καταβάλλει τον φόρο άμεσα ως τέλος κινητής ή έμμεσα ως κόστος συχνοτήτων. Το κράτος μπορεί να αυξάνει τα έσοδα του από την κινητή τηλεφωνία κατά το δοκούν, είτε με αύξηση των τελών είτε με αύξηση του κόστους των συχνοτήτων. Στο τέλος της ημέρας, πρόκειται για αύξηση της φορολογίας που επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή. Στην κινητή τηλεφωνία, την αύξηση των εσόδων του δημοσίου την πληρώνει ο καταναλωτής των υπηρεσιών.
Η περίπτωση ΟΠΑΠ
Η εισαγωγή το 2013 ενός νέου φόρου στα μικτά έσοδα του ΟΠΑΠ αύξησε τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου κατά 800 εκατ.€ την τριετία 2013-’15 (εδώ) σε σύγκριση με την τριετία 2010-’12. Η εταιρεία είχε μεγάλη κερδοφορία και πολύ υψηλά περιθώρια κέρδους. Με την εισαγωγή του νέου φόρου από το 2013 τα κέρδη της μειώθηκαν, όπως φαίνεται και στο Διάγραμμα 1. Στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, την αύξηση των εσόδων του δημοσίου την πληρώνει ο ιδιοκτήτης-μέτοχος.
Τέτοια είναι η περίπτωση της δημοπρασίας των τηλεοπτικών αδειών. Ο τελικός καταναλωτής δεν πληρώνει για το τηλεοπτικό προϊόν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας και οι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν παρουσιάζουν μεγάλα κέρδη, όπως στην περίπτωση του ΟΠΑΠ, ώστε να μπορούν να απορροφήσουν την αύξηση του κόστους. Αντιθέτως έχουν ζημιές (εδώ)
Α) Οι επιχειρηματίες-επενδυτές αντιμετωπίζουν την τηλεόραση ως επενδυτική δραστηριότητα και προσπαθούν για την κερδοφορία ή, τουλάχιστον, να μην έχουν ζημιές. Στην περίπτωση αυτή η αύξηση του κόστους λόγω της αδειοδότησης θα αντισταθμιστεί από μειώσεις μισθών, περικοπές δαπανών και υποβάθμιση του παρεχόμενου τηλεοπτικού προϊόντος. Τελικά, το κράτος αυξάνει τα έσοδά του εις βάρος της ποιότητας του τηλεοπτικού προϊόντος και των πολιτών-καταναλωτών.
Β) Οι επιχειρηματίες-επενδυτές αντιμετωπίζουν την τηλεόραση ως δραστηριότητα βιτρίνα και χρησιμοποιούν την επιρροή της για να προωθήσουν άλλες παράπλευρες δραστηριότητες και συμφέροντα. Στην περίπτωση αυτή, η αύξηση τους κόστους λόγω της αδειοδότησης απορροφάται από τις παράπλευρες δραστηριότητες ή -πιο πιθανό- μεταφέρεται στο κόστος που ο επιχειρηματίας χρεώνει στους πελάτες του κατά την άσκηση της «παράπλευρης δραστηριότητας». Αν μάλιστα ο πελάτης της παράπλευρης δραστηριότητας είναι το κράτος, το επιπλέον κόστος θα επιβαρύνει τελικά το ίδιο το κράτος.
Και τι γίνεται, όταν στη διαδικασία της αδειοδότησης συμμετέχουν επιχειρηματίες τύπου Α και Β μαζί; Ε, τότε, στην πλειοδοτική διαδικασία οι επιχειρηματίες τύπου Β αποκτούν προβάδισμα. Έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν περισσότερα και να πλειοδοτήσουν, μιας και βασίζουν την κερδοφορία τους όχι στην περιορισμένη και πιεσμένη αγορά της τηλεοπτικής διαφήμισης αλλά στις παράπλευρες δραστηριότητές τους.
Είναι οξύμωρο, όμως στην περίπτωση των καναλιών, υποτίθεται πως κύριος στόχος της αδειοδοτικής διαδικασίας ήταν η καταπολέμηση της διαπλοκής. Και η πλειοδοτική διαδικασία που ακολουθήθηκε ουσιαστικά έδινε προβάδισμα σε επιχειρηματίες -εάν συμμετείχαν τέτοιοι- που διεκδικούσαν τις άδειες για να ασκήσουν διαπλοκή, να χρησιμοποιήσουν την τηλεόραση για να εξυπηρετήσουν αλλότρια επιχειρηματικά συμφέροντα.
Στα ΜΜΕ, όπως και στις τράπεζες, είναι επικίνδυνη η χορήγηση των αδειών με πλειοδοτική διαδικασία, διότι εκ των πραγμάτων το προσφερόμενο τίμημα τίθεται ως κυρίαρχο ή και αποκλειστικό κριτήριο επιλογής. Αναλογιστείτε σε μια ανάλογη περίπτωση αδειοδότησης τραπεζών ποιος θα έπαιρνε άδεια. Επιχειρηματίες σαν τον Κοσκωτά και τον Λαυρεντιάδη με πρόθεση να υπεξαιρέσουν τις καταθέσεις δεν θα είχαν κανέναν ενδοιασμό να προσφέρουν οικονομικά εξωπραγματικό τίμημα, θέτοντας εκτός διεκδίκησης εκείνους που θα αξιολογούσαν την επένδυση ως καθαρά επενδυτική δραστηριότητα.
Ομως, δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των αδειών, ο πλειοδοτικός χαρακτήρας της διαδικασίας ήταν αναπόφευκτος. Η διαγωνιστική διαδικασία, λοιπόν, ήταν εξαρχής λανθασμένη γιατί έθεσε πολύ περιορισμένο αριθμό αδειών αντί να απαιτεί την καταβολή ενός ορισμένου ποσού για κάθε άδεια και μια σειρά από αυστηρά ποιοτικά κριτήρια ως προϋπόθεση για την χορήγησή της. Εξίσου λανθασμένη ήταν και είναι η εστίαση στα έσοδα του Δημοσίου. Η μεγιστοποίηση των εσόδων του Δημοσίου δεν μπορεί να είναι η προτεραιότητα σε μια διαδικασία που φιλοδοξεί να ρυθμίσει με δημοκρατικό τρόπο το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και να περιορίσει τη διαπλοκή.
Στη ΔΕΘ ο κ. Τσίπρας δεν θα μοιράσει τα δημόσια έσοδα από το λιμάνι του Πειραιά (280 εκατ. εισέπραξε το κράτος τον προηγούμενο μήνα από την COSCO) ούτε εκείνα από τα Περιφερειακά Αεροδρόμια (Fraport). Θα μοιράσει τα λεφτά των καναλαρχών!
Μικρή σημασία έχει ότι η πώληση των τηλεοπτικών αδειών ήταν μνημονιακή υποχρέωση και τα έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για την εκπλήρωση δημοσιονομικών στόχων, όπως υπενθυμίζει η Κομισιόν (εδώ). Μικρή σημασία έχουν οι δεσμεύσεις της κυβέρνησης από τον προϋπολογισμό και το μνημόνιο.
Το σημαντικό, απ΄ό,τι φαίνεται, είναι να μπορεί ο «Ρομπέν των αδειών», όπως πολύ εύστοχα ονόμασε τον Πρωθυπουργό ο Ανδρέας Πετρουλάκης, να πει το ευχάριστο μήνυμα «Τα παίρνουμε από τους ολιγάρχες, τα μοιράζουμε στο λαό»! Αν το 2013 ήταν ο κ. Τσίπρας Πρωθυπουργός, στη ΔΕΘ θα «μοίραζε» στον λαό τα έσοδα από το νέο φόρο στον ΟΠΑΠ, τα χρήματα που απέσπασε από την πλουτοκρατία (Μελισσανίδη). Αντίστοιχα, το 2014 θα μοίραζε τα έσοδα από τη Fraport -το τίμημα που προσφέρθηκε τότε για τα Περιφερειακά Αεροδρόμια ήταν πέραν κάθε προσδοκίας (εδώ). Η αλήθεια όμως είναι ότι και τότε και τώρα η δημοσιονομική στενότητα οδηγεί σε περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Και η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για να δημιουργήσει πλούτο για τη χώρα και για τους πολίτες της. Επιβαρύνει μόνο διαρκώς την οικονομία και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Και μοιράζει κατά φαντασίαν ό,τι αποσπά τάχα απ΄αυτήν.
Προφανώς, υπάρχουν ακόμη πολλοί πολίτες που παρακολουθούν την παράσταση, πιστεύουν τις παραδοξότητες της κυβέρνησης, χαίρονται και χειροκροτούν. Αλλά, για να θυμηθούμε και τον πλειοδοτικό διαγωνισμό, αν παίζεις πόκερ και μετά από λίγη ώρα δεν έχεις εντοπίσει ποιος είναι το κορόιδο, μάλλον είσαι εσύ.